«Έλληνες που άφησαν το αποτύπωμά τους στον κόσμο τα τελευταία 200 χρόνια».
Αντικείμενο του άξονα είναι να προβληθεί η ζωή και το έργο Ελλήνων οι οποίοι άφησαν το αποτύπωμά τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
“«Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα» – Μελίνα Μερκούρη
Μπορεί οι Έλληνες να είμαστε λίγοι, μπορεί το αρχαίο πνεύμα να κυριαρχεί στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, αλλά η αλήθεια είναι πως υπήρξαν εκατοντάδες Έλληνες που έβαλαν τη σφραγίδα τους στον κόσμο από τη στιγμή που ιδρύθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Έλληνες και Ελληνίδες διακρίθηκαν στις τέχνες και τα γράμματα, κέρδισαν Νόμπελ και Όσκαρ, έλυσαν γρίφους, έσωσαν με τις ανακαλύψεις τους αμέτρητες ζωές, κέρδισαν την παγκόσμια αναγνώριση και τον σεβασμό…
Το χρονολόγιο που βλέπετε είναι απολύτως ενδεικτικό. Ο κάθε πολίτης μπορεί να προσθέσει το δικό του γεγονός και τον δικό του Έλληνα. Να δημιουργήσει τον δικό του σταθμό στην Ιστορία. Να κάνει τη δική του αποτίμηση γεγονότων και προσώπων. Να προτείνει τη δική του δράση για το μέλλον. Εμείς θα απευθυνθούμε και στους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Για την ιστορία του εργατικού κινήματος, την ανάπτυξη των πόλεων και των υποδομών, την εκβιομηχάνιση της χώρας κοκ.
Τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927) είναι η πιο αιχμηρή και οριακή ποιητική συλλογή του 20ού αιώνα. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) βαθαίνει απότομα την υπόθεση του λυρισμού προς την αρνητική της δυνατότητα. Είναι ο ποιητής που αισθάνεται την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Η ποίησή του, διάστικτη από απαισιοδοξία, αηδία και απελπισία, με την ανατρεπτική ειρωνεία και αυτοειρωνεία της συνιστά την απόλυτη άρνηση ενός σύγχρονου κόσμου εχθρικού για τον άνθρωπο. Ο Καρυωτάκης, που όπως ειπώθηκε «ερχόταν από αλλού μόνος του», έφτασε τη νεοελληνική ποίηση στο απώτατο όριο της σιγής. Υπαρξιακός και κοινωνικός ποιητής, έθαψε πολλούς τόνους ματαιωμένης λυρικής ευδαιμονίας για να φτάσει σε έναν ανελέητο σαρκασμό, τον οποίο επιβεβαίωσε με την αυτοκτονία του.
Ο «εθνικός ποιητής» (1798-1857) έγραψε τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, ακούγοντας τους κανονιοβολισμούς στο πολιορκημένο από τους Τούρκους Μεσολόγγι. Γενάρχης της νεότερης ελληνικής ποίησης, χάραξε αποφασιστικά τη γραμμή του νεοελληνικού λυρισμού. Αξιοποιώντας τη λογοτεχνική παράδοση, τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι, δημιούργησε σχεδόν εκ του μηδενός τη νέα ελληνική ποιητική γλώσσα.
Τα σωζόμενα χειρόγραφα του ποιητή, η αποσπασματική μορφή πολλών έργων του και τα τρία σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι δείγματα της ρομαντικής αγωνίας του για την τέλεια έκφραση. Ο Σολωμός, επηρεασμένος από τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία της εποχής του, θεωρείται παράλληλα σημαντική μορφή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Μετά από έναν αποτυχημένο γάμο η Σωτηρία Μπέλλου μετακόμισε στην Αθήνα, όταν ξεκινούσε ο πόλεμος του ’40. Εντάχθηκε στην εθνική αντίσταση με το ΕΑΜ και πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά και στη Μάχη της Αθήνας. Το 1943 συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο εξελίχθηκε στη μεγάλη κυρία του ρεμπέτικου που όλοι γνωρίζουν σήμερα. Κορυφαίοι συνθέτες τής εμπιστεύθηκαν τα τραγούδια τους, που πέρασαν στην ιστορία ερμηνευμένα από τη χαρακτηριστική, βραχνή φωνή της.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης (1921-1911), ένας από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές στην Ελλάδα και διεθνώς, το 1964 ταξιδεύει την ελληνική ταυτότητα και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη σε όλο τον κόσμο. Έχει ήδη προηγηθεί η Στέλλα (1955), με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη. Με σπουδές στο Λονδίνο, ο Kύπριος Κακογιάννης τα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεργάζεται με την κυπριακή υπηρεσία του BBC και παρουσιάζει μια σειρά εκπομπών.
Μέσω αυτής του της ενασχόλησης γνωρίζει πολλούς σπουδαίους καλλιτέχνες. Δούλευε μάλιστα δίπλα από το γραφείο του Όργουελ. Το 1946 συναντιέται στον αέρα της εκπομπής του με τον Νίκο Καζαντζάκη. Το 1953 επιστρέφει στην Ελλάδα και συστήνεται στο κοινό με την ταινία Κυριακάτικο ξύπνημα, στην οποία πρωταγωνιστούν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν. Το 1961 σκηνοθετεί για το σινεμά την τραγωδία του Ευριπίδη Ηλέκτρα, με τη σπουδαία ερμηνεία της Ειρήνης Παπά. Η ταινία συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών και αποσπά το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής.
Ψαρονίκος ή Αρχάγγελος της Κρήτης; Ο μεγάλος μουσικός γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου. Η ζωή και το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιδιαίτερη πατρίδα του. Το 1971, εμφανιζόμενος με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ «Λήδρα», καθιερώθηκε ως φωνή της αντίστασης κατά της Χούντας. Το 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο Το μεγάλο μας τσίρκο. Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να μιλήσει και να τραγουδήσει για την Κρήτη, ενώ μια λεπτομέρεια που δεν είναι ευρέως γνωστή είναι ότι ήταν ιδρυτικό μέλος του ΟΦΗ.
Μέσα σε δύο χρόνια ο Ζακύνθιος ποιητής (1792-1869) δημοσίευσε τις 20 ωδές του, τη Λύρα (1824) και τα Λυρικά (1826), στη Γενεύη και το Παρίσι αντίστοιχα. Ύστερα σιώπησε ποιητικά για πάντα. Κλασικότροπος και ταυτόχρονα ρομαντικός, μαθητής του Ugo Foscolo και φιλελεύθερος επαναστάτης, ο Κάλβος χτύπησε τη λύρα του σε τόνο «υψηλό», προσπαθώντας να πείσει το φιλελληνικό κίνημα για την αξία του αγώνα της ανεξαρτησίας.
Ο «φιλόπατρις» Κάλβος είναι κατεξοχήν πολιτικός ποιητής: ο ποιητής της Ελληνικής Επανάστασης. Στις ωδές του, σε ιδιόμορφη ποιητική γλώσσα και μέτρο, υμνεί αξίες όπως η ελευθερία, η αρετή, η δικαιοσύνη και η δόξα, χρησιμοποιώντας με μοναδικό τρόπο τη δύναμη της ποιητικής εικόνας. Δεν έχει προγόνους, αλλά ούτε και επιγόνους.
Ένας από τους διαμορφωτές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852-1921) υπήρξε ο εισηγητής της επιστήμης της Λαογραφίας στην Ελλάδα. Οι Μελέται επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων (1871-1874) και οι πολύτιμες συλλογές παροιμιών, δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, ηθών και εθίμων του νέου ελληνισμού τον καθιστούν σημαντική μορφή της εθνικής μας αυτογνωσίας.
Η πρωτοβουλία του, το 1883, για τη διοργάνωση από το περιοδικό Εστία ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού διηγήματος με θέματα «ελληνικά» πυροδότησε τη στροφή του πεζογραφικού ενδιαφέροντος στην ηθογραφία, τον ρεαλισμό και την ψυχογραφία και έγινε η αφορμή για την εμφάνιση πλειάδας νέων συγγραφέων. Το έργο του Πολίτη, με έμφαση στη μελέτη του λαού, άσκησε ισχυρή ιδεολογική επίδραση στο νεοελληνικό κράτος στο γύρισμα του 20ού αιώνα.
«Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ' άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο». Με τα λόγια αυτά ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε στο ρεμπέτικο τραγούδι τη θέση που του άξιζε.
Στην επαγγελματική του σταδιοδρομία αποτυπώνεται η πραγματικότητα της Ελλάδας την εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε τα πρώτα του βήματα: φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης, υπάλληλος σε φωτογραφείο και βοηθός νοσοκόμος. Ο Μάνος Χατζιδάκις το 1961 κερδίζει το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» και τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν επάνω του. Το 1972 ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο» και το 1989 την «Ορχήστρα των Χρωμάτων».
Η ιδεολογική του ταυτότητα για πολλούς παραμένει ζητούμενο, οπότε ας εμπιστευτούμε τα δικά του λόγια: «Είμαι δημοκράτης, αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».
H Νέλλυ Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998), γνωστή διεθνώς ως Nelly’s, πραγματοποιεί την πιο πολυσυζητημένη φωτογράφιση στην ιστορία της Ελλάδας, η οποία δημοσιεύθηκε στο γαλλικό περιοδικό Illustration de Paris. Η Nelly’s, με καταγωγή από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, μαθήτευσε στη Δρέσδη της Γερμανίας υπό τους σπουδαίους φωτογράφους Ούγκο Έρφουρτ και Φραντς Φίλντερ. Στα σημαντικότερα έργα της ανήκουν η φωτογράφιση των Δελφικών γιορτών του Άγγελου Σικελιανού και της συζύγου του Εύας Πάλμερ και η φωτογράφιση των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο.
Η φωτογράφιση όμως της Πάεβα, καθώς και της Ουγγαρέζας χορεύτριας Νικόλσκα έναν χρόνο αργότερα, προκάλεσε τις συντηρητικές απόψεις της εποχής, σύστησε ένα νέο αισθητικό κριτήριο και το 1936 οι φωτογραφίες αυτές έγιναν αφίσες και παρουσιάστηκαν στην έκθεση τουρισμού του Παρισιού στο περίπτερο του ελληνικού τουρισμού.
Η πρώτη σχολή για τη διδασκαλία των εικαστικών τεχνών στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού ιδρύθηκε το 1811 στην Κέρκυρα από τον Παύλο Προσαλέντη τον πρεσβύτερο (1784-1837). Ονομάστηκε «Διδασκαλεῖο τῶν Ὡραίων Τεχνῶν» και το 1815, με απόφαση του Άγγλου αρμοστή Thomas Maitland, αναβαθμίστηκε στη «Δημόσια τῶν Καλῶν Τεχνῶν Ἀκαδημία».
Ο Προσαλέντης ήταν ο πρώτος Νεοέλληνας γλύπτης που σπούδασε στο εξωτερικό (1803-1806) και συγκεκριμένα στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά, στη Ρώμη, κοντά στον Ιταλό Antonio Canova. Η επίδραση του δασκάλου του αλλά και της αρχαιοελληνικής τέχνης εντοπίζεται σε όλα τα γλυπτά του, τόσο σε επίσημους ανδριάντες (Αρμοστής Φρέντερικ Άνταμ, 1832, χαλκός, αυλή των ανακτόρων Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, Κέρκυρα) όσο και σε προτομές.
Μάλιστα, η προτομή του Πλάτωνα (1815, μάρμαρο, Εθνική Γλυπτοθήκη, Αθήνα) θεωρείται το πρώτο έργο της νεοελληνικής γλυπτικής, φέρει δε την εξής επιγραφή: «Ερμογλυ / φικής / αύθις τέχνης / Κορκυραίων / δείγμα πρώτον / τούτο Παύλος / εποίει αωιε΄».
Εικόνα: Παύλος Προσαλέντης ο πρεσβύτερος, Πλάτων, 1815, μάρμαρο, 46 x 34 x 24 εκ., Εθνική Γλυπτοθήκη, Αθήνα [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου]
Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με κοινό στρατιώτες και νοσοκόμες που βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης, η Κατίνα Παξινού (1900-1973) παραλαμβάνει το πρώτο Όσκαρ που δίνεται σε μη Αμερικανό, για την ερμηνεία της στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα, μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Το 1947 βραβεύτηκε επίσης με το βραβείο Κοκτώ για την ερμηνεία της στην ταινία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο'Νηλ. Το 1920 ερμηνεύει τη Βεατρίκη, τον πρώτο της σημαντικό ρόλο, στην ομώνυμη όπερα (Αδελφή Βεατρίκη) του Δημήτρη Μητρόπουλου, με τον οποίο διατηρούσε πολύ στενή φιλία και μακροχρόνια αλληλογραφία, δεδομένης και της εκπαίδευσής της στο λυρικό τραγούδι.
Ο πρώτος θεατρικός ρόλος της ήταν το 1929, στο θέατρο Κοτοπούλη, στο έργο Γυμνή γυναίκα (La femme nue) του Ανρύ Μπατάιγ. Εκεί γνωρίζει και έπειτα παντρεύεται τον Αλέξη Μινωτή. Το 1950 ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα με το Αμερικανικό Εθνικό Θέατρο. Το 1957 γίνεται μόνιμο μέλος του θιάσου του Εθνικού Θεάτρου. Παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α΄ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας, ενώ τιμήθηκε και με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ’ Εστέ».
Η Τώνια Μαρκετάκη (1942-1994) σπούδασε στο τμήμα οπερατέρ στην περίφημη σχολή κινηματογράφου IDHEC στο Παρίσι, καθώς εκείνη την εποχή το τμήμα σκηνοθεσίας δεν δεχόταν γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της χούντας συνελήφθη και καταδικάστηκε από στρατοδικείο. Δραπέτευσε όμως και διέφυγε στο Αλγέρι, όπου εργάστηκε ως παραγωγός εκπαιδευτικών ταινιών για αγρότες, με ανάθεση του υπουργείου Γεωργίας της χώρας. Το 1973 επιστρέφει στην Ελλάδα και γυρίζει ενδεχομένως τη σημαντικότερη ταινία της, με τίτλο Ιωάννης ο βίαιος, η οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ εκπροσωπεί τη χώρα στα φεστιβάλ Βερολίνου και Σαν Ρέμο. Η ταινία Ιωάννης ο βίαιος αποτελεί σταθμό για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο και μια σκληρή κριτική στην ταξική συνθήκη και στη θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία, όπου παραμένουν δέσμιες μέσω των θεσμών της τιμής και της προίκας.
Η Ιωάννα Στεφανόπολι (1875-1961) είναι η πρώτη Ελληνίδα φοιτήτρια. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία μόλις 15 ετών εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις του πρύτανη, που ήταν αντίθετος στην ανάμειξη των φύλων, και παρά τον χαρακτηρισμό της εισαγωγής της από τη Θεολογική Σχολή ως ανοσιουργήματος ανάλογου με το να διαβεί μια γυναίκα το ιερό της εκκλησίας.
Ως διευθύντρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, θέση στην οποία την τοποθέτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, και διευθύντρια της εφημερίδας Messager d'Athènes, υποστήριξε την πολιτική του Βενιζέλου και των συμμαχικών δυνάμεων, ανέδειξε το ζήτημα της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων και συνέβαλε καθοριστικά στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών.
Ποιήτρια ορισμένων από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που διεκδικούν το απόλυτο και το ανέφικτο. Κινήθηκε κόντρα στα ταμπού, την υποκριτική ηθική και τις προκαταλήψεις της ανδροκρατούμενης Ελλάδας του 1920. Έγραψε με αλογόκριτη έκφραση για τη φλογερή επιθυμία και το ερωτικό πάθος, αποφεύγοντας τον μελοδραματισμό. Στη σύντομη ζωή της (1902-1930) η Μαρία Πολυδούρη κινήθηκε στην ακτίνα του Καρυωτάκη και έγινε το «άρρωστο ρόδο» της νεοελληνικής ποίησης. Εκστατικός ερωτισμός, λυρικός αυθορμητισμός και εξομολογητική διάθεση είναι τα στοιχεία με τα οποία ύμνησε τον έρωτα. Πέθανε από φυματίωση στο σανατόριο Σωτηρία (1930).
Ο ποιητής-φιλόσοφος της Μυθολογίας του Ωραίου, που έθεσε αμετάκλητα το πρόβλημα του κάλλους ως υπόθεση ζωής. Ο Δημήτριος Καπετανάκης (1912-1944) υπήρξε ένας φωτεινός μετεωρίτης της μεσοπολεμικής διανόησης. Τα ολιγάριθμα γραπτά του, δοκίμια και ποιήματα, διασκορπισμένα σε πλήθος εντύπων, ελληνικών και ξένων, υιοθετούν μια συναρπαστική γραφή του πείθει τον αναγνώστη συνεγείροντάς τον συναισθηματικά.
Οι αναγνώσεις του στον Πλάτωνα, τον Προυστ, την Ντίκινσον, τον Ρεμπώ, λεπταίσθητες και διεισδυτικές, όπως και οι μεταφράσεις του Χέλντερλιν συντείνουν σε μια ενορατική και ερωτική αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Συγγραφέας με εντυπωσιακή πνευματική διαδρομή στην Αγγλία. Πέθανε 32 ετών στο Λονδίνο το 1944 από λευχαιμία.
Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης (1929-2016) υπήρξε πολυσχιδής και παθιασμένος δημόσιος διανοούμενος από τα χρόνια της δικτατορίας και των διώξεων και καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Η επιφυλλιδογραφία, την οποία υπηρέτησε ως τέχνη του λόγου, ισάξια του δοκιμιακού λόγου, με τον Μαρωνίτη ξέφυγε από το εφήμερο και το συγκυριακό. Ολοκληρωμένος πανεπιστημιακός κλασικός φιλόλογος, με ισόβια θητεία στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, υπήρξε εξίσου ερεθιστικός και ερμηνευτικά τολμηρός στα κριτικά λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ενηλικίωση της νέας ελληνικής φιλολογίας. Η συνεισφορά του στη γλωσσική εξομάλυνση και στη σύνδεση της ανθρωπιστικής παιδείας με το δημοκρατικό φρόνημα υπήρξε σημαντική.
«Δεν μπορείς να φλυαρείς. Πρέπει να πειθαρχείς. Πρέπει να συγκρατείς τη σύνθεση από οτιδήποτε το περιττό…» έλεγε ο Γιάννης Μόραλης (1914-2009) αποκαλύπτοντας τον τρόπο σκέψης και εργασίας του. Η ζωγραφική του Μόραλη ακολούθησε μια αργή, εξελικτική διαδικασία μεταστροφής από την αναπαράσταση στην αφαιρετικότητα, αλλά ποτέ στην ανεικονική ζωγραφική, την εικόνα δίχως θέμα. Η ένταση, η έκρηξη, το χρωματικό πάθος είναι έννοιες εξοβελισμένες από το έργο του. Αντίθετα, κυριαρχούν η ηρεμία, η γαλήνη, η αίσθηση του άχρονου, η αναγωγή των αφηγηματικών στοιχείων σε απλά σχήματα και λιτά χρώματα. Έτσι, οι επιφάνειες καθαρού χρώματος, όπου τα καμπύλα στοιχεία ενεργοποιούν τις αυστηρές κάθετες και οριζόντιες ζώνες, συνιστούν ένα αρχικώς εγκεφαλικό παιχνίδι το οποίο σταδιακά επιβάλλεται στο θυμικό του θεατή. Αυτή είναι η ουσία της ζωγραφικής του Μόραλη, το κέρδος του έργου του: ένας μοντέρνος κλασικισμός με αναφορές στο πνεύμα (και όχι τη μορφή) της αρχαιότητας, σε αναζήτηση του αιώνιου, που εξελίσσεται σε ύμνο της ζωής. Η νέα αυτή κατεύθυνση του Μόραλη παρουσιάζεται πρώτη φορά στο κοινό τον Μάρτιο του 1972 στην τρίτη ατομική του έκθεση, στη γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, όπου Το κορίτσι που ζωγραφίζει τοποθετείται σε περίοπτη θέση – ως «κλειδί» για την ανάγνωση των αφαιρετικών πια έργων του δασκάλου.
Πιανίστας, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ο Δημήτρης Μητρόπουλος ανήκει στο πάνθεον των Ελλήνων μουσικών. Είναι κάτοχος χρυσού μεταλλίου του Ωδείου Αθηνών για την επιδεξιότητά του στο πιάνο, διάκριση που έχει αποδοθεί ελάχιστες φορές. Χάρη στη μουσική του παιδεία έφθασε να αναλάβει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Ο θάνατος τον βρήκε με την μπαγκέτα στο χέρι, στις πρόβες για την Τρίτη Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ με την ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου, σε ηλικία μόλις 64 ετών.
Με την εκλογή του Γιάννη Κεφαλληνού (1894-1957) στην έδρα χαρακτικής της Σχολής Καλών Τεχνών αναγνωρίζεται θεσμικά η αυτόνομη καλλιτεχνική αξία της χαρακτικής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή άνθησή της, απόρροια της εργασίας μιας μακράς σειράς Ελλήνων χαρακτών, μαθητών των περισσότερων του Κεφαλληνού.
Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια και σπουδαγμένος στο Βέλγιο και τη Γαλλία Κεφαλληνός ήταν ως δάσκαλος προοδευτικός και εξαιρετικά προικισμένος, αποτελώντας διαρκές πρότυπο για τους σπουδαστές του. Κύριο μέλημά του ήταν η όσο το δυνατόν πληρέστερη τεχνική αρτιότητα των φοιτητών αλλά και η διαμόρφωση του προσωπικού τους αισθητικού κριτηρίου μέσα από συζητήσεις που αφορούσαν τη μοντέρνα τέχνη, τη θέση της τέχνης και του καλλιτέχνη στην κοινωνία, τον κοινωνικό ρόλο της χαρακτικής, τη σημασία της στην τέχνη του βιβλίου.
Μέσα σε αυτό το πλούσιο σε ερεθίσματα εργαστήριο πλάθονται καλλιτέχνες οι οποίοι θα διαμορφώσουν με την εργασία τους τη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, όπως οι Τάσσος (Αλεβίζος), Βάσω Κατράκη, Λουκία Μαγγιώρου, Γεώργιος Μόσχος, Κώστας Γραμματόπουλος, Τόνια Νικολαΐδου, Γιώργης Βαρλάμος, Γιώργος Μανουσάκης, Τηλέμαχος Κάνθος κ.ά. Κοντά σε αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ζωγράφοι Γιάννης Μόραλης, Νίκος Εγγονόπουλος και Γιάννης Τσαρούχης, οι οποίοι σύχναζαν στο εργαστήρι του Κεφαλληνού και επηρεάστηκαν από τη μορφή του.
Εικόνα: Γιάννης Κεφαλληνός, Αυτοπροσωπογραφία, τραγική, 1920, ξυλογραφία σε χαρτί, 35 x 27 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου]
Παιδαγωγός και φιλόσοφος, που με το έργο και τους αγώνες του σημάδεψε την πνευματική ζωή και τους προσανατολισμούς της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Δημήτριος Γληνός (1882-1943) είναι από τους πρώτους που συνέλαβαν την ιδέα ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα περνά από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς.
Η παιδεία για τον Γληνό ήταν πολιτική πράξη. Σχεδιαστής και εμπνευστής των χαμένων «μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν» (1913, 1917-1920), μετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου με άλλους μαχητικούς δημοτικιστές, δίνοντας σοσιαλιστική διάσταση στο εκπαιδευτικό του όραμα. Στην ύστερη φάση του πέρασε από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην κοινωνική επανάσταση, γράφοντας στην Κατοχή το μανιφέστο Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ.
Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος (1903-2004) αποτελεί μια από τις πλέον ιδιάζουσες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες του ελληνικού 20ού αιώνα. Έδωσε το πιο καινοτόμο, προσωπικό αλλά και ώριμο έργο του τις δεκαετίες ’70-’90, ενώ τον αποκάλεσαν «αιώνιο έφηβο» χάρη στη διαρκώς μεταβαλλόμενη καλλιτεχνική του γλώσσα και τους συνεχείς πειραματισμούς του με υλικά και τεχνικές. Είχε την αφετηρία του στις ρεαλιστικές αντιλήψεις του Μεσοπολέμου, αλλά κατόρθωσε να υπερβεί τα στεγανά των φοιτητικών και των νεανικών του χρόνων περνώντας αρχικά στην αφαίρεση και κατόπιν στην κινητική τέχνη, ευρισκόμενος σε διάλογο με τα πλέον πρωτοποριακά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα διεθνώς. Όχι τυχαία, ο Ζογγολόπουλος είναι από τους λιγοστούς εγκατεστημένους μόνιμα στην Ελλάδα δημιουργούς που γνώρισε διεθνή καταξίωση.
Όμως, όταν το 1966 το γλυπτό Cor-ten, ύψους 17,75 μέτρων, τοποθετήθηκε στη βόρεια είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, προκάλεσε οξείες αντιδράσεις από τους κατοίκους, που δεν δίστασαν να το χαρακτηρίσουν «τέρας». Το γλυπτό, που οδηγεί σε μια κορύφωση τη γεωμετρική γλυπτική του Ζογγολόπουλου, σηματοδοτεί επίσης μια στροφή στις αναζητήσεις του, καθώς το παιχνίδι φωτός-σκιάς μεταξύ των αφηρημένων γεωμετρικών όγκων θα διερευνηθεί από τον γλύπτη τα επόμενα χρόνια μέσα από τη χρήση των γυάλινων φακών αλλά και του νερού ως «γλυπτικού» υλικού.
Εικόνα: Cor-ten, 1966, κράμα μετάλλου cor-ten, ύψος 17,75 μ., πλατεία Συντριβανιού, Διεθνής Έκθεση, Θεσσαλονίκη - Εικόνα 2: Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος στην κατοικία του στο Ψυχικό, με το γλυπτό του Κενό και σφαίρα - [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Ίδρυμα Ζογγολόπουλου]
Η πρώτη έκθεση του Γκίκα (1906-1994) στην Ελλάδα έγινε το 1928 στη γκαλερί Στρατηγοπούλου. Τη δεκαετία του 1930 ο ζωγράφος συνδέθηκε φιλικά με τους Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και τον γερμανό Κλάους Φρισλάντερ. Τότε, ξεκίνησε ένα ταξίδι «αναβάπτισής» του στον λαϊκό πολιτισμό: περιδιάβηκε προσφυγικές συνοικίες, φωτογράφισε λαϊκές γειτονιές, αντικείμενα και παιχνίδια. Την ίδια εποχή, όμως, στο ατελιέ ζωγράφιζε με ύφος που παραπέμπει στην παρισινή πρωτοπορία. Τελικά, ο Γκίκας κατέκτησε το προσωπικό του ύφος εμβαθύνοντας σε μια νέα, για αυτόν, περιοχή: την τοπιογραφία. Η ουσιαστική και γόνιμη επαφή του με την Ύδρα, η στροφή προς την ενδελεχή μελέτη του άγριου τοπίου του νησιού, του επέτρεψαν να αρθρώσει για πρώτη φορά στην έως τότε δημιουργία του έναν καθαρά προσωπικό, και συνάμα «ελληνικό» λόγο. Με το Μεγάλο τοπίο της Ύδρας (1938), που ο Γκίκας εξέθεσε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ο Μοντερνισμός έγινε ντόπια πρόταση, απευθυνόμενη πρωτίστως στο ελληνικό κοινό. Και ο ζωγράφος πέτυχε αυτό που διακαώς επιθυμούσε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι και μιλούσε για «μεσογειακή» ζωγραφική: να δημιουργήσει έναν «ελληνικό Μοντερνισμό». Το 1946, με τη διοργάνωση της πρώτης αναδρομικής έκθεσής του στο Βρετανικό Συμβούλιο, ο Γκίκας αναγνωρίστηκε πια ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) είναι ο «μεγάλος ερωτικός» της ελληνικής ποίησης. Με την Υψικάμινο και τη διάλεξή του για τον υπερρεαλισμό, το 1935, εισήγαγε επίσημα το πρωτοποριακό κίνημα στα ελληνικά γράμματα. Για τον ψυχαναλυτή Εμπειρίκο, η ουτοπία δεν περιορίζεται στην πολιτική της εκδοχή. «Της μη συμμορφώσεως άγιος», καταιγιστικά φιλήδονος, περιέγραψε με την ποίησή του, και ειδικά με την οραματική Οκτάνα, έναν κόσμο ελευθερίας, ψυχικής ενότητας των ανθρώπων και ερωτικής απελευθέρωσης, άνευ όρων και άνευ ορίων. Είναι ο ποιητής που με τη συνδρομή της ψυχανάλυσης κωδικοποίησε και συμβολοποίησε ποιητικά τον έρωτα σε όλες του τις εκδοχές, διαμορφώνοντας μια εκρηκτική ποιητική της επιθυμίας.
Ο Άλκης Αγγέλου (1917-2001), σοβαρός μελετητής της λογιοσύνης της Τουρκοκρατίας, συμπλήρωσε με κρίσιμα μελετήματα τις εργασίες του Κ.Θ. Δημαρά για τον Διαφωτισμό και κατέστησε πιο ευρύχωρη τη νεοελληνική γραμματεία. Μελέτησε ως ιστορικός και φιλόλογος με συγκριτολογικό προσανατολισμό τα «άφθονα σχήματα του παρελθόντος», αποσχηματοποιώντας τις βεβαιότητες του παρελθόντος. Οι εργασίες του για τον Κοραή, το λαϊκό έντυπο, τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, την πρόσληψη του Πλάτωνα, τον Ροΐδη, τη γλωσσική παιδεία και τους Φαναριώτες σκιαγραφούν μια πολυμερή φιλολογική προσωπικότητα. Η συγκρότηση της σειράς «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Ερμής (1969), που συνεχίστηκε αργότερα στην Εστία, αποτελεί μνημειώδες έργο με διαφωτιστικές εισαγωγές και άρτια φιλολογική επιμέλεια.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι ο κορυφαίος Νεοέλληνας διηγηματογράφος, με διαμέτρημα που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα. Ξεκινώντας από το ιστορικό μυθιστόρημα, γρήγορα στράφηκε στο ρεαλιστικό διήγημα, ποιητικής ωστόσο και λυρικής υπόστασης. Η γλώσσα, ο υφέρπων ερωτισμός και η αφηγηματική του δεινότητα είναι στοιχεία της «μαγείας» του συγγραφέα, που μέχρι να καταξιωθεί προκάλεσε ιδεολογικές αντιδικίες και αισθητικές διαμάχες για την αξία του έργου του.
Ο «θρησκευτικός» Παπαδιαμάντης διέσωσε λογοτεχνικά τον κόσμο της λαϊκής ορθόδοξης παράδοσης και των ελληνικών κοινοτήτων. Θέτοντας στο επίκεντρο τον μικρόκοσμο της Σκιάθου και των αθηναϊκών γειτονιών, άγγιξε με κατανόηση τους φτωχούς, τους ταπεινούς και τους κατατρεγμένους. Με την αινιγματική Φόνισσα προσέδωσε λογοτεχνική και ψυχογραφική προοπτική στη μελέτη του ανθρώπινου κακού.
Τον Δεκέμβριο του 2015 ο Γιάννης Μπεχράκης και η ομάδα φωτογράφων του από το πρακτορείο Reuters τιμήθηκαν με το βραβείο Πούλιτζερ για τη φωτογραφική κάλυψη της προσφυγικής κρίσης στην περιοχή της Μεσογείου. Ήταν η τελευταία από τις πολλές διεθνείς βραβεύσεις του Μπεχράκη, που τον είχαν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ των τελευταίων ετών. Ο Έλληνας φωτογράφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960 και σπούδασε φωτογραφία αρχικά στο Athens School of Arts and Technology και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Μίντλσεξ, στο Λονδίνο. Η συνεργασία του με το Reuters ξεκίνησε το 1989, όταν κάλυψε τη κρίση της Λιβύης. Έκτοτε εργάστηκε κυρίως ως πολεμικός ανταποκριτής, ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη του κόσμου (στα Βαλκάνια, στη Σιέρα Λεόνε, στη Μέση Ανατολή, στην Τσετσενία, τη Σομαλία κ.α.), καλύπτοντας συγκρούσεις ή άλλα σημαντικά γεγονότα. «Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: “δεν γνώριζα”», είχε δηλώσει ο ίδιος με αφορμή τη βράβευσή του με Πούλιτζερ. Πέθανε στην Αθήνα το 2019.
Ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) αποτέλεσε το πρότυπο του ολοκληρωμένου λογίου που παρεμβαίνει δραστικά στα ζητήματα της νεοελληνικής παιδείας.
Επιδόθηκε σε όλα τα είδη του λόγου: μυθιστόρημα, ποίηση, ταξιδιωτικό αφήγημα, δοκίμιο, αρθρογραφία, απομνημόνευμα, αυτοβιογραφία, μετάφραση. Έμπορος-λόγιος της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου, με το αυτοβιογραφικό και αντιηρωικό αφήγημα Λουκής Λάρας (1879) έκλεισε τον ρομαντικό πεζογραφικό κύκλο του 1821, εκφράζοντας το εμπορικό πνεύμα και τις αστικές και κοσμοπολιτικές αξίες που ευδοκιμούν σε καιρούς ειρήνης.
Η ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων και η συμμετοχή του στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, ως πρώτου προέδρου της ΔΟΕ, είναι δείγματα της ευρύτητας του πνεύματός του.
Η Καλλιρρόη Παρρέν (1861-1940) είναι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια. Με τη διεθνή εμπειρία της, εισήγαγε στην Ελλάδα τα φεμινιστικά αιτήματα που έθεσαν στα τέλη του 19ου αιώνα οι σουφραζέτες στην Ευρώπη, κυρίως όσον αφορά τα εκπαιδευτικά και εργασιακά δικαιώματα των γυναικών. Η Εφημερίς των Κυριών, την οποία διηύθυνε για τριάντα χρόνια (1887-1917), ως η πρώτη Ελληνίδα εκδότρια και δημοσιογράφος, υπήρξε πρωτοποριακό έντυπο της εποχής, καθώς συντασσόταν αποκλειστικά από γυναίκες. Η κοινωφελής δράση της Παρρέν υπήρξε πλούσια, όπως και το λογοτεχνικό και δοκιμιακό της έργο. Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά της στη διατήρηση της λαϊκής παράδοσης, με την ίδρυση του Λυκείου των Ελληνίδων (1911).
Φιλόσοφος και στοχαστής της ανοιχτής σκέψης και της ποιητικής μεταφυσικής, με τεράστιο έργο για τον Μαρξ, τον Ηράκλειτο και τον Χάιντεγκερ. Ο Κώστας Αξελός (1924-2010) έφυγε για το Παρίσι το 1945, ως υπότροφος του Γαλλικού Ινστιτούτου με το περίφημο πλοίο Ματαρόα. Συνεργάτης και αργότερα διευθυντής σύνταξης της επιθεώρησης Arguments (1956-1962), διηύθυνε την ομότιτλη σειρά των εκδόσεων Minuit, όπου εξέδωσε και τα περισσότερα έργα του. Συγκρούστηκε με τον Σαρτρ και συμφιλίωσε τον σύγχρονο μετα-φιλοσοφικό λόγο με το παιχνίδι και την αποσπασματική έκφραση.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Δημήτρης Γαλάνης (1879-1966) συνιστά για την ελληνική τέχνη του Μεσοπολέμου ένα πρότυπο ανάλογο του Νικολάου Γύζη για τον 19ο αιώνα. Όπως ο Γύζης, που καταξιώθηκε στο Μόναχο, εκλεγόμενος μάλιστα στην έδρα ζωγραφικής της περίφημης Ακαδημίας, έτσι και ο Γαλάνης επιβλήθηκε στην καλλιτεχνική ζωή του Παρισιού: συνδέθηκε με κορυφαίους ζωγράφους της εποχής (Ντεραίν, Ματίς κ.ά.), υπήρξε ενεργό μέλος της παρισινής πρωτοπορίας, καινοτόμησε στο πεδίο της χαρακτικής και γνώρισε την καταξίωση, με αποκορύφωμα την εκλογή του, το 1945, στην έδρα χαρακτικής της École des Beaux Arts (Σχολής Καλών Τεχνών) του Παρισιού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Γαλάνης είναι «Γάλλος» καλλιτέχνης, με την έννοια που ο Γύζης είναι «Γερμανός». Όμως, όπως ο Γύζης, έτσι και ο Γαλάνης λειτούργησε ως πόλος έλξης στο Παρίσι, διδάσκοντας και βοηθώντας νεαρούς Έλληνες καλλιτέχνες που μετεκπαιδεύτηκαν στη Γαλλία (Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Π. Ρέγκος κ.ά.), η μεταστροφή δε της ελληνικής τέχνης από τις γερμανικές στις γαλλικές αναζητήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα εν μέρει οφείλεται και στη φήμη του. Επιπρόσθετα, με την ατομική του έκθεση στο Ιλίου Μέλαθρον (1928), ο Γαλάνης επέδρασε καίρια στην εδραίωση μιας «εθνικής» σχολής χαρακτικής που, μέσω και της διδασκαλίας του Κεφαλληνού, οδήγησε στις μεταπολεμικές διεθνείς βραβεύσεις χαρακτών όπως οι Τάσσος, Κατράκη, Γραμματόπουλος κ.ά.
«Κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. […] Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν [...] Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα… Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα (Β΄ 349) από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαφαίνεται χαρακτηριστικά το αφηγηματικό και αισθητικό χάσμα μεταξύ τουρκοκρατούμενης Ελλάδας και Δύσης. Γιατί η λαϊκή ζωγραφική, με το απλό και κατανοητό ύφος της και τον πλατιά περιγραφικό της χαρακτήρα, βρισκόταν σε ριζική αντίθεση με την ψευδαισθητική τέχνη της αναπαράστασης, που είχε καλλιεργηθεί στη Δύση από την Αναγέννηση και μετά.
Ο ζωγράφος του Μακρυγιάννη (περ. 1790 - μετά το 1843), καταγόταν από τη Σπάρτη και ήταν οπλαρχηγός στην Επανάσταση. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη μαθητεία και το ζωγραφικό έργο του. Ήταν, ωστόσο, αγιογράφος, γεγονός που επιβεβαιώνει την επιβίωση της βυζαντινής παράδοσης και τη στενή σχέση της θρησκευτικής με την κοσμική λαϊκή τέχνη.
Εικόνα: Δημήτριος Ζωγράφος, Η δικαία απόφασις του Θεού διά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος, 1836, αβγοτέμπερα σε ξύλο, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα - [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο]
Η γλύπτρια Chryssa (Χρύσα Βαρδέα-Μαυρομιχάλη), μια από τις σημαντικότερες γλύπτριες του 20ού αιώνα διεθνώς, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933. Το 1953 έφυγε για το Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Γκραν Σωμιέρ (Académie de la Grande Chaumière). Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνιας (San Francisco Art Institute). Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1957 όπου ξεκίνησε την περίφημη σειρά των «Κυκλαδικών βιβλίων» (1957-1962), μια ενότητα γύψινων, μινιμαλιστικών ανάγλυφων. Πολύ γρήγορα, με το πρωτοποριακό της έργο κατόρθωσε να επιβληθεί στην απαιτητική καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης. Η πρώτη της ατομική έκθεση -όπου παρουσίασε κατασκευές με γράμματα και αριθμούς- έγινε στη γκαλερί Betty Parsons το 1961 και ο Stuart Preston έγραψε στους Times για την «καθαρή, κλασική, φωτεινή αίσθηση της τάξης» που χαρακτήριζε την Ελληνίδα γλύπτρια. Σταδιακά, η Chryssa άρχισε να χρησιμοποιεί στα γλυπτά της υλικά όπως ο ανοξείδωτος χάλυβας και οι λάμπες νέον, αντλώντας έμπνευση από το τοπίο της μεγαλούπολης. «Είδα την Times Square με τα φώτα και τα γράμματα» διηγούνταν αργότερα, «και συνειδητοποίησα ότι ήταν τόσο όμορφη και τόσο δύσκολη να την μιμηθείς όσο η γιαπωνέζικη καλλιγραφία». Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1992 και πέθανε στην Αθήνα το 2013.
Ο σημαντικότερος Έλληνας φιλόλογος μετά τον Κοραή. Δεινός κλασικός φιλόλογος, με διεθνή αναγνώριση, και διεισδυτικός ερμηνευτής κειμένων της ελληνικής και παγκόσμιας γραμματείας. Ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) ζωντάνεψε με την ευαισθησία του τα αρχαία κείμενα και έκανε πράξη τη σύνδεση της φιλολογίας με τη ζωή και τον κόσμο. Ειδικά οι εργασίες του για το Συμπόσιο του Πλάτωνα (1934) και την Ποιητική του Αριστοτέλη (1937, μεταθανάτια έκδοση) εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία και την ευστοχία τους.
Ο εκδοτικός οίκος Τeubner της Λειψίας του εμπιστεύτηκε την έκδοση του Δημοσθένη. Τη δεκαετία του ’30 ως υφηγητής στο ΕΚΠΑ τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα με τον Φιλολογικό Κύκλο και το Επιστημονικό Φροντιστήριο. Το συντηρητικό Πανεπιστήμιο Αθηνών τον απέρριψε δύο φορές. Η επιλογή της αυτοχειρίας έδωσε μοιραίο τέλος στη σύντομη αλλά λαμπρή σταδιοδρομία του.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) με το στέρεο επιστημονικό του υπόβαθρο στην ψυχολογία και με το ιδιοφυές λογοτεχνικό του ταλέντο εγκαινίασε το ψυχογραφικό είδος στη νεοελληνική πεζογραφία και τελειοποίησε το διήγημα. Έξι μόλις διηγήματα, δημοσιευμένα σχεδόν όλα μεταξύ 1883-1884 στο περιοδικό Εστία, ορισμένα ποιήματα, μια διατριβή και τα παιδικά του αφηγήματα συνιστούν το σύνολο του δημιουργικού έργου του.
Προσέδωσε ψυχογραφικό βάθος και κριτικό ρεαλισμό στην ελληνική ηθογραφία, αποφεύγοντας τον απλοϊκό λαογραφισμό και την ειδυλλιακή εξιδανίκευση. Κανείς συγγραφέας ως τότε δεν είχε θέσει το παιδί στο επίκεντρο της πεζογραφίας του. Από το 1892 έγκλειστος στο ψυχιατρείο, πέθανε τη χρονιά της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) είναι ο ενορατικός και οραματικός, ο χειμαρρώδης και ανεξάντλητος ποιητής του Λυρικού Βίου. Ανανεωτής και δεξιοτέχνης της μετρικής και στιχουργικής φόρμας, ποιητής της λυρικής ευδαιμονίας, έπλασε έναν καινούργιο ποιητικό κόσμο και μια παλλόμενη γλώσσα, όπου η υψηγορία και η υπερβολή δεν ακούγονται ως ποιητικές κακοφωνίες.
Ιερατικός και μεγαλόφωνος, όπως οι στεντόρειες απαγγελίες του, στόχευε σε μια «τέχνη / που ’χε σημάδι της το Θεό». Ο Αλαφροΐσκιωτος (1909) είναι το έργο που σηματοδοτεί το πέρασμα του Σικελιανού στην ώριμη συμβολιστική φάση, που θα τον οδηγήσει στην ανυπέρβλητη Μητέρα Θεού. Προαναγγέλλει τον Σεφέρη και τη γενιά του ’30, ως συνδετικός κρίκος της παραδοσιακής με τη νεωτερική ποίηση.
Η έκδοση της Πάπισσας Ιωάννας αποτέλεσε το μεγαλύτερο φιλολογικό σκάνδαλο του 19ου αιώνα. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) είναι ο πιο συνεπής επίγονος της παράδοσης του Διαφωτισμού στη διανόηση του νεοελληνικού κράτους, απομυθοποιώντας τις ευκολίες και τις βεβαιότητες. Σαρκαστικός και οξύς, με χαρισματικό προσωπικό ύφος, πικρόχολος και αντικληρικαλιστής, ο «αρνητής» Ροΐδης έστρεψε το κριτικό του βλέμμα στα κακώς κείμενα της νεοελληνικής κοινωνίας.
Κράτησε ψηλά τη σημαία του ορθολογισμού και του θετικισμού σε εποχές που το να αρνείται κανείς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ήταν τόλμημα. Εγκαινίασε το πρότυπο του συγκρουσιακού και παρεμβατικού διανοούμενου. Με το θάρρος της γνώμης του και με την ανηλεή ευθυκρισία του αναδείχθηκε στον κατεξοχήν ηθικό αντιρρησία του 19ου αιώνα.
Μετά τον Πόλεμο, η χαράκτρια Βάσω Κατράκη (1914-1988) στράφηκε στην απεικόνιση λαϊκών ανθρώπων (μανάδες και κυρίως ψαράδες, που γνώριζε καλά από τα παιδικά της χρόνια στο Αιτωλικό), αποδίδοντάς τους με απλά σχήματα και αδρές, καθαρές φόρμες. Σε αυτή την υφολογική αλλαγή συνέβαλε καίρια η στροφή της σε ένα νέο υλικό, την πέτρα. Έγραφε η ίδια, το 1966: «Διερευνώντας τους παραδοσιακούς τρόπους χάραξης πάνω στα καθιερωμένα υλικά, όπως στο όρθιο και στο πλάγιο ξύλο, στο χαλκό κλπ., ένιωσα σιγά σιγά να εξαντλούνται οι εκφραστικοί τρόποι που ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Στην περιπλάνηση των αναζητήσεών μου για το υλικό που θα πλήρωνε τις εκφραστικές μου ανάγκες, στάθηκα στον ψαμμίτη λίθο».
Η πέτρα, λειτούργησε απελευθερωτικά για την Κατράκη: οι άλλοτε λεπτοδουλεμένες μορφές της σταδιακά μεταμορφώθηκαν σε αφαιρετικά αρχέτυπα με αναφορές στην κυκλαδική γλυπτική, σε μαύρες σιλουέτες που ζουν και αναπνέουν μέσα σε έναν λευκό, αφηρημένο χώρο (στην ουσία έναν μη-χώρο). Χάρη σε αυτές τις συνθέσεις της, ειδικά τους ψαράδες, η Κατράκη τιμήθηκε το 1958 με βραβείο στην Μπιενάλε Χαρακτικής του Λουγκάνο και, την ίδια χρονιά, με το α΄ βραβείο χαρακτικής στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Οι διεθνείς βραβεύσεις της πιστοποιούσαν την άνθηση της νεοελληνικής χαρακτικής, η οποία στα μεταπολεμικά χρόνια ξεπέρασε τα στενά σύνορα της χώρας.
Εικόνα: Βάσω Κατράκη, Ψαράδες, 1956-57, χάραγμα σε πέτρα, 105 x 75 εκ. - Εικόνα 2: Η Βάσω Κατράκη μπροστά από το έργο της Ψαράδες, που τιμήθηκε με το α΄ βραβείο στην Μπιενάλε Χαρακτικής του Λουγκάνο το 1958 - [δικαιώματα χρήσης των φωτογραφιών: κληρονόμοι της Βάσως Κατράκη]
Ένας μουσικός που έφυγε από τη ζωή χωρίς να έχει απολαύσει την αναγνώριση που άξιζε (1904-1949). Στα έργα του πέτυχε να αφομοιώσει τις επιρροές που είχε από την κλασική και την ελληνική παραδοσιακή μουσική, αναπτύσσοντας μια δική του παραλλαγή του δωδεκαφθογγικού συστήματος. Αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών ως βιρτουόζος στο βιολί, κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο για την ερμηνεία του.
Ακολούθησαν οι σπουδές στο Βερολίνο και η επιστροφή στην Αθήνα μετά από έναν χωρισμό που σημάδεψε τη ζωή του. Η επιστροφή στην πατρίδα δεν ήταν αυτή που λογικά θα ανέμενε. Το μουσικό κατεστημένο της εποχής ουδέποτε τον έκανε αποδεκτό στους κόλπους του, με αποτέλεσμα να βιοπορίζεται χάρη στο βιολί. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ένας ακόμη γάμος, με την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή, του προσέφερε τα δυο του παιδιά, που διακρίθηκαν ο πρωτότοκος στη ζωγραφική και το στερνοπαίδι του, που είδε το φως της ζωής ενώ ο πατέρας του είχε πεθάνει, ως σκακιστής.
Αμέτρητες γυναίκες σε ολόκληρο τον κόσμο χρωστούν τη ζωή τους στο «Τεστ Παπ» για τον έγκαιρο εντοπισμό του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κύμη, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο γυμνάσιο και μπήκε στην Ιατρική Σχολή σε ηλικία μόλις… 15 ετών! Πήρε το πτυχίο του στα 21 και στη συνέχεια υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Από τις δύο του αγάπες, τη φιλοσοφία και τη βιολογία, τον κέρδισε η δεύτερη. «Δεν είμαι πλέον ονειροπόλος. Η επιστήμη με άρπαξε από τα χέρια του Νίτσε. Πατώ απάνω σε έδαφος στερεό...» έγραψε κάποια στιγμή ο ίδιος στον πατέρα του από τη Γερμανία, όπου βρισκόταν για τις σπουδές του. Το 1957 για την τεράστια προσφορά του ανακηρύχθηκε ομόφωνα επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η πρώτη ατομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989) σε ένα κατάστημα στην οδό Νίκης το 1938, δέχτηκε αρνητικές κριτικές που έκαναν λόγο για «άσεμνα» γυμνά και «παλιάνθρωπους». Ήταν η εποχή που διαμόρφωνε το προσωπικό του ύφος με βασικά θέματα το ανδρικό γυμνό και τον λαϊκό τύπο. Όμως, το 1952, με αφορμή την έκθεση του ζωγράφου στο Βρετανικό Συμβούλιο που αποτέλεσε και την απαρχή της καθιέρωσής του, ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε: «Ένας επαναστάτης δεν γίνεται νάναι συνάμα και κλασσικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός ετόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο “καφενείον ο Όλυμπος”, ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσμο. [...] Στο μέτρο που ο Τσαρούχης εφάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια μαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει αλλά να ανακαλύψει μια παράδοση».
Εκτός από ζωγράφος, ο Τσαρούχης υπήρξε επίσης επιφανής σκηνογράφος/ενδυματολόγος σε ταινίες-σταθμούς του Μ. Κακογιάννη (Κυριακάτικο ξύπνημα, Στέλλα), σε όπερες όπου πρωταγωνιστούσε η Μαρία Κάλλας (Μήδεια του Κερουμπίνι, σε σκηνοθεσία Α. Μινωτή, Ντάλας 1958), σε θεατρικές παραστάσεις που γνώρισαν θεαματική υποδοχή (Πέρσες, 1965) ή προκάλεσαν σκάνδαλο (Όρνιθες, 1959).
Η Ελένη Σκούρα (1896-1991), δικηγόρος από τον Βόλο, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή αναπτύσσει σημαντική δράση ως πρόεδρος της «Στέγης της Φαλαγγιτίσσης» και της «Φανέλλας του Στρατιώτου». Το καλοκαίρι του 1942 συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς κατακτητές και φυλακίζεται. Ενεργό δράση στην πολιτική αναλαμβάνει μετά τη θεσμοθέτηση της γυναικείας ψήφου το 1951, οπότε αναλαμβάνει να οργανώσει το τμήμα γυναικών του Ελληνικού Συναγερμού στη Θεσσαλονίκη.
Στις επαναληπτικές εκλογές για τον νομό Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1953 ο Αλέξανδρος Παπάγος ορίζει τη Σκούρα ως υποψήφια, ενώ το ΕΠΕΚ ορίζει τη Βιργινία Ζάννα. Η Ελένη Σκούρα παρέμεινε βουλευτής έως το 1956 και ανέπτυξε πλούσια κοινοβουλευτική δράση στους τομείς των κοινωνικών και γυναικείων θεμάτων. Το κράτος την τίμησε με το Στρατιωτικό Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων και τον Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος Ευποιίας.
Στις 29 Μαΐου ο Λευτέρης Βογιατζής (1944-2013) παίζει στην τελευταία του παράσταση. Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο Καθαροί πια της Σάρα Κέην, όπου ο ίδιος παίζει τον ρόλο του Τίνκερ. Με το κοστούμι του Τίνκερ και αγκαλιασμένος με το βιβλίο της Σάρα Κέιν θα αποχαιρετήσει τους φίλους του πάνω στη σκηνή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων λίγες ώρες πριν την κηδεία του. Μετά τον Κάρολο Κουν ο Λευτέρης Βογιατζής ανανέωσε την αισθητική του θεάτρου στην Ελλάδα.
Ακούραστος, ενδελεχής, βαθύς, αναλυτικός, είχε πει ο ίδιος ότι έγινε σκηνοθέτης τυχαία. Το 1989 ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου. Κάθε παράστασή του ελληνικού ή ξένου ρεπερτορίου αποτελούσαν θεατρικό γεγονός. Υπήρξε δάσκαλος των καλύτερων σημερινών ηθοποιών. Τον Αύγουστο του 2012, ήδη πια άρρωστος, σκηνοθετεί τον Αμφιτρύωνα του Μολιέρου στην Επίδαυρο και αποθεώνεται από το κοινό.
Η κινηματογραφική του παρουσία ως ηθοποιός ήταν μικρή: συμμετείχε σε πολλές ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου και έπαιξε, επίσης, στις ταινίες Ανατολική περιφέρεια του Βασίλη Βαφέα, Ρόζα του Χριστόφορου Χριστοφή και Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη.
Η Ναταλία Μελά (1923-2019), εγγονή του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη, ήταν μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες Ελληνίδες γλύπτριες. Απόφοιτη γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, μαθήτευσε δίπλα στον Κώστα Δημητριάδη και στον Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Μετά το τέλος των σπουδών της άνοιξε δικό της εργαστήριο, το οποίο έγινε γρήγορα το στέκι καλλιτεχνών της γενιάς του ’30, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης, που της είχε κάνει μαθήματα σχεδίου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο στενός της φίλος Γιάννης Μόραλης.
Το 1951 παντρεύεται τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Η Μελά, επηρεασμένη δραστικά από τον Πικιώνη, δημιουργεί τα πρώτα της έργα από μάρμαρο, πηλό και πέτρα. Αργότερα όμως θα δουλέψει το σίδερο, και, επηρεασμένη από τον Picasso και τον Duchamp, θα στραφεί στην αφαίρεση και θα γίνει διεθνώς γνωστή με τις θεματικές της γύρω από το ζωικό βασίλειο με χαρακτηριστικότερο το έργο Κόκκορας. Τον Μάρτιο του 2011 η Ακαδημία Αθηνών τη βράβευσε με το Αριστείον Καλών Τεχνών για την προσφορά της στην ελληνική γλυπτική μέσα από το «πρωτοποριακό και εκφραστικό της έργο».
Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) υπήρξε ο πιο αναγνωρισμένος Έλληνας καλλιτέχνης του 19ου αιώνα, ζωγράφος που πραγμάτωσε με τον εμφατικότερο τρόπο την ελληνική και ευρωπαϊκή ρομαντική ιδέα για «καλλιτεχνική αναγέννηση» της αρχαίας Ελλάδας. «Από τους αρχαίους χρόνους, ότε η Ελληνική ψυχή παρήγαγε τον Παρράσιον, τον Ζεύξιν, τον Απελλήν και τους άλλους, και μέχρι της Αναγεννήσεως των Τεχνών, ότε ο Θεοτοκόπουλος μόνος παρουσιάζεται ως καλλιτέχνης Γραικός εν Ισπανία, ουδένα άλλον Έλληνα παρήγαγεν ο Ελληνισμός μέχρι της σήμερον έχοντα το καλλιτεχνικόν τάλαντον του Γύζη», σημείωνε ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος στο περιοδικό Πινακοθήκη τον Μάρτιο του 1901, με αφορμή τον θάνατο του ζωγράφου. Γιατί ο Γύζης αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα του τι μπορούσαν να επιτύχουν οι νεαροί Έλληνες καλλιτέχνες φτάνοντας με τα λιγοστά τους εφόδια από την Αθήνα στο Μόναχο, και με την εκλογή του στην έδρα ζωγραφικής της εκεί Ακαδημίας, το 1882, λειτούργησε ως φάρος για πλήθος νέων.
Από την αρχή της σταδιοδρομίας του ο Γύζης προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ των δύο κύριων θεματικών του επιλογών: της ιδεαλιστικής ζωγραφικής και της ηθογραφίας. Ωστόσο, από το 1890 στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά προς τα ιδεαλιστικά θέματα, χάρη στα οποία αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους «Γερμανούς» καλλιτέχνες της εποχής, με βαθιά επίδραση στο κίνημα του Jugendstil.
Ο Χρήστος Καπράλος (1909-1993) είναι ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες γλύπτες του 20ού αιώνα, επειδή με την πορεία του κατέδειξε ότι η ελληνική τέχνη μέσα στο «εθνικό», ανθρωποκεντρικό της πλαίσιο μπορούσε εντέλει να γίνει και παγκόσμια. Ο Καπράλος γεννήθηκε στο Παναιτώλιο της Αιτωλοακαρνανίας από φτωχή αγροτική οικογένεια. Την τετραετία 1930-1934 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών και μεταξύ 1934-1939 έζησε στο Παρίσι, επέστρεψε όμως στο Παναιτώλιο την περίοδο της Κατοχής. Εκεί εργαζόταν στα καπνοχώραφα και φιλοτεχνούσε μικρά έργα με μοντέλα τη μητέρα του και τα παιδιά του χωριού. Τότε ξεκίνησε να δουλεύει σε γύψο και το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου, έργο που έμεινε γνωστό ως η Ζωφόρος της Πίνδου. Το 1951 ο γλύπτης επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αίγινα και άρχισε να χρησιμοποιεί τον τοπικό πωρόλιθο. Φιλοτέχνησε σε πωρόλιθο μία ζωφόρο με θέμα την καλλιέργεια και την επεξεργασία του καπνού. Μεταξύ 1952-1956 μετέφερε σε πωρόλιθο τη Ζωφόρο της Πίνδου, που είναι το σπουδαιότερο γλυπτό του των χρόνων εκείνων και, αναμφίβολα, ένα από τα σημαντικότερα μνημειακά σύνολα της νεοελληνικής γλυπτικής, με αναφορές τόσο στην αρχαϊκή όσο και στη λαϊκή τέχνη. Το 2002 η Ζωφόρος του Πίνδου τοποθετήθηκε στο Περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878) γεννήθηκε στη Θήβα, βίωσε από παιδί τη φρίκη του πολέμου (ο πατέρας του απαγχονίστηκε από τους Τούρκους) και μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο της Αίγινας. Το 1832 πήγε στο Μόναχο και το 1844 έγινε ο πρώτος Έλληνας που γράφτηκε στην Ακαδημία του Μονάχου (τελευταίος ήταν ο Δημήτρης Δάβης, που εισήχθη στο ίδρυμα το 1925), σηματοδοτώντας την αφετηρία της «Σχολής του Μονάχου» (με τον όρο αυτόν αναφέρεται στη βιβλιογραφία το σύνολο των εικαστικών καλλιτεχνών που σπούδασαν στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, μεταφέροντας κατόπιν στην Ελλάδα τις αισθητικές τάσεις και αντιλήψεις που διδάχτηκαν εκεί).
Ο Βρυζάκης ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης με την εξιδανικευμένη απεικόνιση της Επανάστασης και έδωσε μια σειρά πινάκων που με τον χρόνο έγιναν ταυτόσημοι με τα ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, τα έργα του, έχοντας χάσει κάθε έννοια ρεαλισμού, αποτελούν σκηνοθετημένα, εντυπωσιακά θεατρικά δρώμενα. Η Έξοδος του Μεσολογγίου (1853, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα) συνιστά τυπικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης. Η σύνθεση μοιράζεται σε δύο ζώνες: στην πάνω κυριαρχεί ο Χριστός ένθρονος, που ανοίγει τα χέρια του υποδεχόμενος τους ήρωες· στην κάτω, οι Έλληνες, αγέρωχοι, εξιδανικευμένοι, με τις πάλλευκες φουστανέλες τους, φωτίζονται από ένα γαλήνιο φως, καθώς εφορμούν εναντίον των Τούρκων.
Εικόνα: Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853, ελαιογραφία σε καμβά, 169 x 127 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα - [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου]
Ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974), ποιητής και κριτικός με βαθιά αισθητική παιδεία, κατέστησε νόμιμη και εφικτή στην ποίηση τη συνύπαρξη του λυρισμού, της σάτιρας και του κοινωνικού οράματος. Από το Φως που καίει (1922) κι έπειτα, με το ξεπέρασμα της ιδεαλιστικής του περιόδου, διαμόρφωσε τη σκωπτική και ειρωνική φωνή του για να ελέγξει τα κοινωνικά ήθη, χωρίς ωστόσο να χτυπά μονόχορδα το ταμπούρλο της επανάστασης. Η εγγενής του λαϊκότητα σε συνδυασμό με τον αιρετικό, πρόωρα ματαιωμένο και ανολοκλήρωτο μαρξισμό του τον κατέστησαν ποιητή με πνευματική στάση οδηγητή και οξύ κριτικό πνεύμα. Είναι ο τελευταίος μεγάλος ποιητής των παραδοσιακών εκφραστικών τρόπων. Αισθησιακός, γκροτέσκος, διονυσιακός και θρησκευτικός, ο Βάρναλης με την ποίηση και την αισθητική του κρίση είναι μια από τις πλέον πολύπτυχες προσωπικότητες των γραμμάτων μας.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) είναι ο «πατέρας» της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ήδη με τη δημοσίευση της πρώτης, σύντομης εκδοχής της Ιστορίας του ελληνικού έθνους το 1853, έργου που ολοκληρώθηκε αργότερα (1860-1874), έθεσε τις βάσεις του πιο επιδραστικού και ανθεκτικού ιδεολογικού σχήματος για την ελληνική ιστορία: του σχήματος της τριμερούς συνέχειας (Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Νεότεροι χρόνοι).
Ο αγώνας του να καταδείξει τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ για την καταγωγή των νέων Ελλήνων και η συνέχιση της προσπάθειας του Σπ. Ζαμπέλιου για την αποκατάσταση του Βυζαντίου εντός της εθνικής ιστορίας οδήγησαν στην εμπλοκή της ιστοριογραφίας στα γρανάζια της εθνικής ιδεολογίας. Εκφραστής της Μεγάλης Ιδέας και επιτελικό στέλεχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τον 19ο αιώνα, ενέπνευσε πολιτικούς, λόγιους, συγγραφείς αλλά και βασιλιάδες.
Μετά τα Δεκεμβριανά, με πρωτοβουλία και παρεμβάσεις του Οκτάβιου Μερλιέ, διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, το Γαλλικό Κράτος προσφέρει μια σειρά υποτροφιών σε νεαρούς επιστήμονες και καλλιτέχνες, προκειμένου να μεταβούν στη Γαλλία. Την 21η Δεκεμβρίου, μετά από αρκετές καθυστερήσεις, το «Ματαρόα» έφτασε στον Πειραιά, για να μεταφέρει τους Έλληνες υποτρόφους στον Τάραντα, από όπου θα έπαιρναν το τρένο για να φτάσουν στο Παρίσι. Ανάμεσά τους ήταν πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες, όπως οι ζωγράφοι Ντίκος Βυζάντιος, Άννα Κινδύνη, Παύλος Παντελάκης, Ελένη Σταθοπούλου, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, οι γλύπτες Μπέλα Ραφτοπούλου, Κωνσταντίνος Βαλσάμης, Κώστας Ανδρέου, Κώστας Κουλεντιανός, Φρόσω Ευθυμιάδη, και φυσικά ο Αγαμέμνων (Μέμος) Μακρής (1913-1993). Μαθητής του Μιχάλη Τόμπρου στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά και του Θανάση Απάρτη, ο Μακρής είχε ήδη επιδείξει ώριμο έργο. Επίσης, είχε αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Στη Γαλλία, ο νεαρός Έλληνας κατόρθωσε να ξεχωρίσει, όμως απελάθηκε από τη χώρα τον Ιούλιο του 1950. Εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη και σταδιακά αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο γνωστούς ευρωπαίους γλύπτες της μεταπολεμικής περιόδου. Γιατί ο Μακρής με το γλυπτικό του έργο κατάφερε να εκφράσει το όραμα για έναν καλύτερο, σοσιαλιστικό κόσμο, με γνώμονα τον άνθρωπο.
Σε μια περίοδο που σε καλλιτεχνικό επίπεδο η μικρή Ελλάδα έσπαγε τα στενά της σύνορα (με διεθνείς βραβεύσεις εικαστικών, θεατρικών και μουσικών καλλιτεχνών), ενώ η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου επιχειρούσε να άρει το σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου έβαλε τη χώρα «στο γύψο» για εφτά χρόνια. Πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες και συγγραφείς, μετά το αρχικό τους μούδιασμα υιοθέτησαν μια στάση ηθελημένης αποστασιοποίησης, αποχής από τα κοινά σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Στα εικαστικά, η αποχή αυτή έληξε με την ατομική έκθεση του Βλάση Κανιάρη (1928-2011) στη Νέα Γκαλερί (στην οδό Τσακάλωφ) τον Μάιο του 1969. Οι αρχές δεν έκλεισαν την έκθεση και ο κόσμος συνέρρεε να δει τα «αλλόκοτα» έργα: κατασκευές και γλυπτά με γύψο, συρματόπλεγμα και κόκκινα γαρίφαλα. Μάλιστα, σε μια συμβολική χειρονομία, ο καλλιτέχνης έδινε σε κάθε επισκέπτη από ένα κόκκινο γαρίφαλο, που φύτρωνε μέσα σε ένα μικρό γύψινο κυβάκι, «με τη λογική ότι παρ’ όλο το γύψωμα φυτρώνει». Έκτοτε οι εικαστικοί καλλιτέχνες (Δ. Κοκκινίδης, Η. Δεκουλάκος. Ρ. Κοψίδης, Γ. Βαλαβανίδης, Χ. Μπότσογλου, Γ. Ψυχοπαίδης κ.ά.) άρχισαν να διοργανώνουν εκθέσεις με αντιστασιακό περιεχόμενο, συγκαλυμμένο κάτω από μια εικαστική γλώσσα που αφομοίωνε δυναμικά τις πρόσφατες κατακτήσεις της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης και αποκτούσε έναν ολοένα και δυναμικότερο κοινωνικό και πολιτικό συμβολισμό.
Είναι η φράση που συνεχώς έλεγε ο Δημήτρης Χορν (1921-1998) και που τον χαρακτήρισε σε όλη του τη ζωή και την καλλιτεχνική του πορεία. Ήταν γιος του Παντελή Χορν, διάσημου θεατρικού συγγραφέα. Νονά του ήταν η σπουδαία πρωταγωνίστρια Κυβέλη, που τον έβγαλε και για πρώτη φορά στη σκηνή. Σταθμός όμως στη θεατρική του πορεία ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια. Το ταλέντο, η αισθαντική γοητεία του και η ποιητικότητα της έκφρασης και της φωνής του αποτυπώθηκαν κυρίως στις ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα και του Αλέκου Σακελλάριου, όπως και στην Οδό ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι το 1962, όπου ερμήνευσε το τραγούδι «Ηθοποιός».
Υπήρξε θιασάρχης σε πολλούς θιάσους, με χαρακτηριστικότερο τον θίασο Λαμπέτη - Παππά - Χορν. Αγάπησε πολύ το ραδιόφωνο και μαγνητοφώνησε πολλά θεατρικά έργα. Παράλληλα έκανε και μια πεντάλεπτη εβδομαδιαία χιουμοριστική ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο «Ο ταχυδρόμος έφτασε» πάνω σε κείμενα του Κώστα Πρετεντέρη.
Το 2000 ο Σταμάτης Φασουλής θέσπισε το βραβείο Χορν για νέους ηθοποιούς. Ο βραβευθείς λαμβάνει από τον βραβευμένο ηθοποιό της προηγούμενης χρονιάς τον χρυσό σταυρό που φορούσε ο Δημήτρης Χορν, τον οποίο και θα παραδώσει με τη σειρά του στον νικητή της επόμενης χρονιάς.
Ο Τέλλος Άγρας (1899-1944), ελάσσων ποιητής των χαμηλών τόνων και φωτισμών, αλλά και μείζων κριτικός του Μεσοπολέμου, μας κληροδότησε την αισθητική αντίληψη που υποστηρίζει ότι «η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου». Ο ποιητής των Καθημερινών, της αθηναϊκής γειτονιάς, του μικροαστικού δρόμου και της λαϊκής συνοικίας έπλεξε το εγκώμιο της αστικής καθημερινότητας με τον συστηματικότερο τρόπο.
Ο κριτικός, με το αισθητήριο και τη σπάνια οξυδέρκεια, την καλαισθησία και την αδιόρατη ειρωνεία, ήταν ένας επαρκής αναγνώστης που προσέγγιζε τα κείμενα με ιερότητα. Συστηματοποίησε την κριτική στην Ελλάδα, αφήνοντας πολύτιμη παρακαταθήκη τα αξεπέραστα σχόλιά του για τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη.
Το 1961 οι περιπέτειες του Τεν Τεν μεταφέρθηκαν πρώτη φορά στο σινεμά με την γαλλο-βελγική ταινία «Tintin et le mystère de la Toison d' Or» (Ο Τεντέν και το μυστήριο του Χρυσόμαλλου Δέρατος), μεγάλο μέρος της οποίας είχε γυριστεί στην Ελλάδα. Τα σκηνικά είχε φιλοτεχνήσει η Marilene Aravantino. Σήμερα, η Μαριλένα Αραβαντινού (1927-2019) θεωρείται η πρώτη ελληνίδα σκηνογράφος. Υπήρξε για λίγο μαθήτρια του Μόραλη στην ΑΣΚΤ, ενώ κατά το διάστημα 1950-1953 δούλεψε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στην εκτέλεση σκηνικών. Από το 1953 ξεκίνησε να εργάζεται με δικό της συνεργείο για λογαριασμό διαφόρων μεγάλων θιάσων στην Αθήνα (Κυβέλης-Κατράκη, Λαμπέτη-Χορν κ.ά.). Εργάστηκε με επιτυχία τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο έχοντας συμμετοχή σε αρκετές ελληνικές ταινίες («Ο άνθρωπος του τραίνου», 1958· «Ένας ήρως με παντούφλες», 1958 κ.ά.) αλλά και σε μεγάλες διεθνείς παραγωγές (“It happened in Athens”, 1962· “The sailor form Gibraltar”, 1967· “Peter and Paul”, 1981 κ.ά.). Μια από τις τελευταίες τις κινηματογραφικές δουλειές ήταν στην ταινία «Απουσίες» (1987), του Γιώργου Κατακουζηνού. Μετά το 1975 άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με τη ζωγραφική, παρουσιάζοντας το έργο της σε εκθέσεις στην Αθήνα και στο εξωτερικό.
Η απόλυτη ντίβα της όπερας άνοιξε το 1951 τη σεζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους Σικελικούς Εσπερινούς κερδίζοντας τη διεθνή αναγνώριση. Από εκείνη την παράσταση και μετά η μία αποθέωση διαδεχόταν την άλλη. Όλες οι μεγάλες μουσικές σκηνές περίμεναν να την υποδεχτούν, από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης μέχρι και το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στην Αθήνα. Δύο λευκά περιστέρια που απελευθερώθηκαν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου όταν τραγουδούσε τη Νόρμα του Μπελλίνι έκαναν το κοινό να παραληρεί. Ακολουθούν το Κόβεντ Γκάρντεν, η Όπερα του Παρισιού – ολόκληρος ο κόσμος υποκλίνεται στην Ελληνίδα ντίβα. Το 1957 γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση και οι δυο τους συνάπτουν μια παθιασμένη σχέση.
Η εμβληματικότερη Ελληνίδα χορογράφος, που συνέδεσε το όνομά της με την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας, την οποία επιμελούνταν για περίπου 50 χρόνια, η Μαρία Χορς (1921-2015), χορογράφησε πάνω από 120 παραστάσεις 30 αρχαίων τραγωδιών. Ήταν μόνιμη χορογράφος του Εθνικού Θεάτρου, στη Δραματική Σχολή του οποίου δίδασκε εκφραστική κίνηση, χορό και αυτοσχεδιασμό. Δίδαξε επίσης στο Θεατρικό Εργαστήρι του Σπύρου Ευαγγελάτου, στο Στούντιο της Λυρικής Σκηνής και στο Ωδείο Αθηνών. Το 1961 η Μαρία Χορς δημιούργησε τα χοροδραματικά εμβόλιμα της όπερας Μήδεια του Κερουμπίνι, με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή και με σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, η οποία παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο και στη Σκάλα του Μιλάνου.
Η Πηνελόπη Δέλτα (1871-1941) υπήρξε η σημαντικότερη μορφή της παιδικής μας λογοτεχνίας. Κατέστησε σοβαρή αισθητική και ιδεολογική υπόθεση το παιδικό βιβλίο, με τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα. Με τα παιδικά της μυθιστορήματα μεγάλωσαν γενιές Ελλήνων, ωστόσο το έργο της διαβάστηκε με αγάπη και από τους μεγάλους. Κατέχει σημαίνουσα θέση στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό της εποχής της.
Στο έργο της η Λογοτεχνία και η Ιστορία συναρθρώνονται με άξονα τις ιδεολογικές συντεταγμένες του ελληνικού εθνισμού των αρχών του 20ού αιώνα. Η βιωματική και σωματική σχέση της με την Ιστορία και η ερωτική της απελπισία αποτυπώνονται στην ημερολογιακή γραφή και στον τραγικό της θάνατο την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στην Αθήνα.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης (1928-2005) έμεινε κυρίως γνωστός ως ένας από τους μεγαλύτερους ζεν πρεμιέ της εποχής του. Είχε όμως αναπτύξει και έντονη πολιτική δράση και είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων όταν σε συνέντευξή του το 1960 δήλωσε πως ήθελε να περάσει Χριστούγεννα με τον Μανώλη Γλέζο, φυλακισμένο τότε για «κατασκοπεία», καθώς τον θεωρούσε «σύμβολο». Το 1961 σκηνοθετεί την ταινία Συνοικία το Όνειρο σε σενάριο των Κώστα Κοτζιά - Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Λογοκρίθηκαν πολλά μέρη της ταινίας και στην πρεμιέρα η αστυνομία προσπαθούσε να εμποδίσει το κοινό να μπει στην αίθουσα. Σε συνέντευξή του ο Αλεξανδράκης είπε πως ένας αστυνομικός διευθυντής σταμάτησε την προβολή, κατηγορώντας τον πως κάνει κομμουνιστική προπαγάνδα. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) γεννήθηκε στην Αθήνα, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και τελείωσε το λύκειο εσώκλειστος στο Παρίσι. Από το 1927 έζησε μόνιμα στην Αθήνα, ενώ το 1932 ξεκίνησε η διπλή μαθητεία του στη ζωγραφική: στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη και ιδιωτικά, κοντά στον Φώτη Κόντογλου. Ωστόσο, του ζωγράφου προηγήθηκε ο ποιητής. Ο Εγγονόπουλος έκανε την πρώτη του, εξαιρετικά θορυβώδη και αναμφίβολα σκανδαλώδη, εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, που εκδόθηκε το 1938, τρία χρόνια μετά την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου. «Με την εμφάνιση του βιβλίου, το σκάνδαλο το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας», θυμόταν αργότερα ο Εγγονόπουλος. Ανάλογος θόρυβος ακολούθησε και την πρώτη ατομική του έκθεση ζωγραφικής, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι του ποιητή Νικόλα Κάλας (Καλαμάρη) τον Νοέμβριο του 1939. Ο ζωγράφος είχε ήδη διαμορφώσει ένα ατομικό ύφος στο οποίο θα παρέμενε πιστός έως το τέλος της ζωής του. Ο πίνακας Η ευγενεστάτη κυρία Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου στέκει στο μεταίχμιο μεταξύ της βυζαντινής και της υπερρεαλιστικής έκφρασης του Εγγονόπουλου, με σαφείς οφειλές στον Giorgio de Chirico.
Η ταινία Σκιές του ελληνικής καταγωγής ηθοποιού και σκηνοθέτη Τζων Κασσαβέτη (1929-1989), την οποία γυρίζει χρηματοδοτώντας την αποκλειστικά ο ίδιος, κέρδισε το 1960 το βραβείο κριτικών του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας του και η επιμονή του στην πραγματοποίηση του δικού του οράματος οδηγούν τον νεαρό σκηνοθέτη, που έχει ήδη διακριθεί για τις ερμηνείες του σε ταινίες όπως Το μωρό της Ρόζμαρυ του Ρομάν Πολάνσκι και Και οι 12 ήταν καθάρματα του Ρόμπερτ Όλντριτζ, κερδίζοντας μάλιστα και υποψηφιότητα για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου, να συγκρουστεί με τα στούντιο του Χόλλυγουντ και να εντυπωσιάσει τους κριτικούς με τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο του, που αντλούσε από το cinéma vérité.
Το 1968 γυρίζει την καλύτερη ίσως ταινία του με τίτλο Faces, η οποία ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ, για τις ερμηνείες του Τζον Μάρλεϋ και της Λυν Κάρλιν και για το σενάριο του Κασσαβέτη. Είναι ξανά υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθεσίας το 1975 για την ταινία «Μια γυναίκα εξομολογείται». Το 1978 θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα Οργισμένος γίγαντας, ενώ το 1984 η ταινία του Ερωτική θύελλα απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν η διάνοιξη της διώρυγας του Ισθμού. Το θέμα απασχόλησε τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907), ο οποίος απεικόνισε τόσο τις εργασίες της διάνοιξης όσο και τα εγκαίνια της διώρυγας σε αρκετές παραλλαγές. Ο Βολανάκης υπήρξε ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε με το είδος της θαλασσογραφίας. Σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1882, περιβεβλημένος με την αίγλη της διεθνούς καταξίωσης, καθώς είχε κερδίσει διεθνή διαγωνισμό με θέμα τη ναυμαχία της Λίσσας (1868, Μουσείο Καλών Tεχνών, Βουδαπέστη). Στην Αθήνα είχε ήδη εξασφαλίσει μια έδρα στη Σχολή Καλών Τεχνών και μια μεγάλη παραγγελία από το υπουργείο Ναυτικών, τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (1882, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος). Η παράσταση έβριθε συμβολισμών: αφενός αποτελούσε τεκμήριο ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού συνδέοντας το νεοελληνικό κράτος με την αρχαία Ελλάδα, αφετέρου αντιπαρέβαλλε τη νίκη των αρχαίων προγόνων με τις νίκες των σύγχρονων Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Αναμφίβολα, όμως, τα χαρακτηριστικότερα έργα του Βολανάκη παραμένουν οι γραφικές απεικονίσεις λιμανιών –ιδίως του Πειραιά–, καθώς και θαλασσογραφίες όπου τον τόνο δίνουν οι απαλοί τόνοι του δειλινού και η μελαγχολική διάθεση.
Το 1964 τα ζωγραφιστά φορέματα Pepi's που φιλοτεχνούν οι ζωγράφοι Πέπη Σβορώνου (1934-2011) και Δημοσθένης Κοκκινίδης (1929-2020) προωθούνται σε σημαντικά καταστήματα της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης και άλλων μεγάλων πόλεων της Αμερικής. Η Σβορώνου αργότερα θυμόταν: «Ξεκινάω μόνη μου με δύο βαλίτσες με δείγματα φορεμάτων και γραβάτες. Πιστεύω με ενθουσιασμό σ’ αυτό που κάνουμε. Δεν αντιγράφουμε κανέναν και κυρίως έχουμε δικό μας ύφος. Το είδος είναι πρωτότυπο και ενθουσιάζει». Δυο χρόνια μετά, το 1966, ένα βραδινό φόρεμα Pepi's βραβεύεται στην 25η Semaine de la Boutique που φιλοξενείται στο Grand Hotel του Παρισιού, επιβεβαιώνοντας την ευρεία απήχηση της καινοτόμας προσπάθειάς τους στο εξωτερικό. Έκτοτε, τα φορέματά τους αγοράζονται από καταστήματα σε όλη την Ευρώπη (Βασιλεία, Λονδίνο, Παρίσι, Γκέτεμποργκ κ.α.). Οι δύο ζωγράφοι ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στην ιδέα χειροποίητων και ζωγραφισμένων στο χέρι φορεμάτων το 1961 και για περίπου μία εικοσαετία κυριάρχησαν στη διεθνή αγορά. Το 1976 ο Κοκκινίδης εκλέχτηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και η Σβορώνου αντιμετώπισε το δίλημμα μετάβασης από τη μικρή χειροποίητη παραγωγή σε βιοτεχνικό επίπεδο. Έτσι, αμφότεροι εγκατέλειψαν τα ενδύματα και αφοσιώθηκαν στη ζωγραφική. Η Πέπη Σβορώνου πραγματοποίησε την πρώτη ατομική της έκθεση με εξπρεσιονιστικούς πίνακες στην Αθήνα το 1989.
Ο «Αλεξανδρινός» (1863-1933) έδωσε διεθνή διάσταση στη νεοελληνική ποίηση. Μοντέρνος πριν τον μοντερνισμό, λόγιος και αισθητιστής, ρεαλιστής και λεπτουργός του στίχου, προσγείωσε την ποίησή μας στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, αποπνέοντας στοχαστικό βάθος, τολμηρό ερωτισμό και ιστορική αίσθηση. Αισθηματοποίησε την ιστορία, εξυμνώντας τολμηρά τον ηδονισμό της σάρκας.
Κατείχε όσο λίγοι την τέχνη της συμπύκνωσης. Το λεπτό ειρωνικό ύφος του χαμηλόφωνου και αντιλυρικού Καβάφη και η οικονομία του στίχου με την επιμονή του ποιητή στη λεπτομέρεια και την ακριβή έκφραση φέρνουν έναν άλλον αέρα στη νεοελληνική ποίηση. Το μικρό ποσοτικά έργο του, μόλις 154 αναγνωρισμένα ποιήματα, αποτελεί πεδίο ανεξάντλητο για τη φιλολογία και τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Ο Γιώργος Τζαβέλλας (1916-1976), αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, με την ταινία Κάλπικη λίρα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου, παρουσίασε για πρώτη φορά έργο του σε αίθουσες του εξωτερικού. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, πρώτη του είδους της στην Ελλάδα, όπου ένας αφηγητής (ο Δημήτρης Μυράτ) συνδέει τέσσερις διαφορετικές ιστορίες. Τη μουσική υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις και πρωταγωνιστούν μερικοί από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Χορν, η Έλλη Λαμπέτη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Ίλια Λιβυκού και ο Μίμης Φωτόπουλος. Η ταινία βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ της Βενετίας, του Μπάρι και της Μόσχας και παρουσιάστηκε ως επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών και στο Φεστιβάλ Karlovy Vary.
«Λυπάμαι που θα πικράνω εκείνους που είχανε την καλοσύνη να με προτείνουν για ένα από τα Εθνικά Βραβεία της χρονιάς. Τους ευχαριστώ για την τιμή που μου έκαναν, είμαι, ωστόσο, υποχρεωμένος να μην αποδεχτώ αυτή τη διάκριση. Ακολούθησα πάντοτε την αρχή να μην αφήνω να μπαίνει σε δοκιμασία και δεσμευτικήν αναστολή το προσωπικό μου αίσθημα ελεύθερης κρίσης και αξιολόγησης από περιστασιακές παρεμβολές», έγραφε ο Κλέαρχος Λουκόπουλος τον Δεκέμβριο του 1972, αρνούμενος το Β΄ Εθνικό Βραβείο Εικαστικών Τεχνών. Είχε προηγηθεί η άρνηση του ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ ακολούθησε, μερικές μέρες αργότερα, ο χαράκτης Γιώργης Βαρλάμος. Η θέσπιση των Εθνικών Βραβείων Λογοτεχνίας, Θεάτρου και Τεχνών υπήρξε η σημαντικότερη παρέμβαση της απριλιανής δικτατορίας στο καλλιτεχνικό πεδίο. Όμως η άρνηση επιφανών δημιουργών να αποδεχτούν τη βράβευση και ο επακόλουθος θόρυβος ανάγκασαν το καθεστώς να καταργήσει σιωπηρά τα βραβεία.
Ο Κλέαρχος Λουκόπουλος (1906-1995) υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες γλύπτες της μεταπολεμικής περιόδου και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αφαίρεσης, ο οποίος, με τις αφαιρετικές του συνθέσεις που εμπνέονταν από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική και τα μνημειακά του έργα (ιδίως εκείνα για τα ξενοδοχεία Ξενία του ΕΟΤ), συνέβαλε στην απομάκρυνση της νεοελληνικής γλυπτικής από την αναπαράσταση και τη στείρα μίμηση της αρχαιότητας.
Ο Μαρίνος Αντύπας δίνει το παρών στον αγώνα των Κρητών για ανεξαρτησία. Διακόπτει τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών και με άλλους συμφοιτητές του παίρνει μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1896. Επιστρέφει στην πρωτεύουσα με τραύμα στο στήθος. Συμμετέχει σε συλλαλητήρια και διαδηλώσεις κατά της βασιλικής οικογένειας για την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί.
Μετά από ένα διάλειμμα εκδοτικών και πολιτικών προσπαθειών στη Κεφαλονιά, πηγαίνει στη Θεσσαλία, όπου αναλαμβάνει επιστάτης στα κτήματα του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση. Εκεί διέγραψε χρέη κολίγων, τους αύξησε την αμοιβή στο 75% από το 25% της παραγωγής και τους προσέφερε την αργία της Κυριακής. Δεν έμεινε σε αυτά. Ξεκίνησε περιοδείες στις οποίες προέτρεπε τους φτωχούς αγρότες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Το 1907 δολοφονήθηκε με εντολή τσιφλικάδων της περιοχής. Τα τελευταία λόγια που του αποδίδονται ήταν: «Ισότης, αδελφότης, ελευθερία».
Οι γονείς του, κυρίως η μητέρα του, τον προόριζαν για γιατρό. Όμως η μουσική έρεε στο σώμα και το μυαλό του Μανώλη Καλομοίρη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, από την Κωνσταντινούπολη ταξίδεψε στη Βιέννη προκειμένου να ασχοληθεί με τη μουσική. Από εκεί επόμενος σταθμός είναι η Ρωσία και τελικός προορισμός η Αθήνα.
Από τη θέση του καθηγητή στο «Ωδείο Αθηνών» ίδρυσε το «Ελληνικό Ωδείο» και στη συνέχεια το «Εθνικό Ωδείο» διευρύνοντας τους μουσικούς ορίζοντες της χώρας μας. Ορκισμένος οπαδός της δημοτικής, χρησιμοποίησε τη γλώσσα του λαού στο πρόγραμμα της πρώτης του συναυλίας στην Αθήνα μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα από τη Ρωσία.
Η Έλλη Λαμπρίδη (1896-1970) υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα φιλόσοφος. Προώθησε τη φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα, αφήνοντας σημαντικό πρωτότυπο έργο, μεταφράζοντας αρχαίους συγγραφείς (όπως τον Θουκυδίδη) και παρουσιάζοντας ξένους φιλοσόφους. Αντισυμβατική προσωπικότητα, με πολιτική συνείδηση, απώλεσε την ελληνική ιθαγένεια δύο φορές. Αυστηρή έναντι του δογματισμού, φεμινίστρια που επισήμανε τα λάθη του φεμινιστικού κινήματος, βίωσε τη φιλοσοφία σαν ένα ανοιχτό ερώτημα.
Με την Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (1962) και τα μελετήματά της για τους αναλυτικούς φιλοσόφους Μπερξόν, Ράσσελ, Πόππερ και Βιτγκενστάιν διερεύνησε τα προβλήματα της σύγχρονης φιλοσοφίας. Το αυτοβιογραφικό της αφήγημα Νίκη (1961) πενθεί τον θάνατο της κόρης της, αποτελώντας έναν ύμνο στη γυναίκα.
Η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020) εξύμνησε το ανθρώπινο σώμα, στις επώδυνες αλλά και τις λυτρωτικές στιγμές του. Στο έργο της αποτυπώνεται ολόκληρη η διαδρομή από το νεανικό πάθος του έρωτα μέχρι τη στοχαστικότητα του γήρατος. Αισθησιακή και υπαρξιακή ποιήτρια, με ερωτισμό και εσωτερικότητα, ψηλάφησε τον χρόνο, την απώλεια, τη φθορά, τη μοναξιά, τη θλίψη, τον φόβο του θανάτου. Η ποίησή της, με απλότητα, αφηγηματικότητα, ειλικρίνεια και έντονο το γυναικείο βλέμμα πάνω στον κόσμο, αποτελεί μια γενναία και ανεπιτήδευτη καταβύθιση στο ατομικό εγώ. Οι στίχοι της, χωρίς μελοδραματισμό, χαϊδεύουν και παρηγορούν τις πληγές και τους πόνους της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το δίγλωσσο έργο της Μιμίκας Κρανάκη (1920-2008), στα ελληνικά και στα γαλλικά, κινείται ανάμεσα στη ρεαλιστική και τη μοντερνιστική γραφή, με έντονο το αυτοαναφορικό, το λυρικό, το συμβολιστικό και το μουσικό στοιχείο. Υπότροφος του Γαλλικού Ινστιτούτου, πήρε το δρόμο της εξορίας το 1945 και έζησε στο Παρίσι, όπου το 1947 εξέδωσε στα ελληνικά το πρώτο της ερωτικό και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Contre-Temps. Ακολούθησε βασικά τη λυρική γραμμή και τον εξομολογητικό τόνο, δίνοντας έκφραση στο συναίσθημα της παιδικής λύπης. Δίδαξε ως καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ (1967-1985). Στο τελευταίο της έργο, τους Φιλέλληνες, έθεσε στο επίκεντρο την ιδιόμορφη νοσταλγία των Ελλήνων εμιγκρέδων για την πατρίδα.
Ο Κερκυραίος συγγραφέας (1872-1923), ύστατος κληρονόμος της επτανησιακής ευγένειας, μέσα σε μια δεκαετία (1912-1922) δημοσίευσε τα τέσσερα μυθιστορήματά του. Ο συναρπαστικός μυθιστορηματικός του κόσμος, ο ανθρωπιστικός πυρήνας του έργου του και οι σοσιαλιστικές αναφορές που περιέχει έδωσαν κοινωνικό περιεχόμενο στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ηθογραφεί με νατουραλιστική δύναμη γύρω από τραγικές ζωές και μοιραίες υπάρξεις, όπως στο Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα. Εστίασε το ενδιαφέρον του και περιέγραψε με ωμό ρεαλισμό την ξεπεσμένη αριστοκρατία των Επτανήσων και εξέτασε σε βάθος τις κοινωνικές δομές μιας μεταβατικής εποχής, ενός κόσμου που πεθαίνει, όπως και το αριστούργημα του Λαμπεντούζα Ο γατόπαρδος.
Με προγόνους που είχαν πολεμήσει στην Επανάσταση του 1821, παππού τον Σπύρο Μερκούρη, δήμαρχο Αθηναίων, και πατέρα τον Σταμάτη Μερκούρη, βουλευτή και υπουργό, η πολιτική ήταν λογικό να μπει στη ζωή της Μελίνας Μερκούρη. Το 1949 γνώρισε τον θρίαμβο με την παράσταση Λεωφορείο ο πόθος στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το 1955 πρωταγωνίστησε στην ταινία Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη. Στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς γνώρισε τον Ζυλ Ντασσέν και το 1960 έγινε παγκόσμια σταρ με το Ποτέ την Κυριακή.
Πολέμησε με πάθος τη χούντα των συνταγματαρχών. Στη Μεταπολίτευση ως υπουργός Πολιτισμού συνέδεσε το όνομά της με τη διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Δική της παρακαταθήκη είναι και το έργο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, που μεταμόρφωσε την πρωτεύουσα.
«Προικισμένος υπό της φύσεως με άφθονα καλλιτεχνικά δώρα ηδύνατο ο Λύτρας και αλλαχού, εν ευρυτέρω καλλιτεχνικώ κόσμω να ευδοκιμήση και δόξης δάφνας πλείονας να δρέψη και πλούτον μείζονα να αποκτήση. Προυτίμησεν όμως, και εν μειονεκτική ων ενταύθα θέσει, να αφιερώση το τάλαντόν του εις την ιδίαν αυτού πατρίδα, γενόμενος ούτως όχι μόνον ο σπουδαιότερος παράγων αλλά και ο ιδρυτής, ούτως ειπείν, της νεωτέρας εν Ελλάδι καλλιτεχνίας».
Στο άρθρο του, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (Εφημερίς, 10 Νοεμβρίου 1888) εξέφραζε αυτό που αναγνωρίζει σήμερα η έρευνα: ότι ο Νικηφόρος Λύτρας αποτελεί τον σημαντικότερο καλλιτέχνη του ελληνικού 19ου αιώνα, που συνέβαλε καίρια στην ωρίμανση της λόγιας εικαστικής έκφρασης στο νεοσύστατο κράτος, πρωταγωνίστησε στα καλλιτεχνικά ζητήματα, κυρίως όμως υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος για σειρά νεότερων καλλιτεχνών.
Επιπλέον, με πίνακες όπως τα Κάλαντα (περ. 1872, ιδιωτική συλλογή) και το Ψαριανό μοιρολόι (πριν από το 1888, Εθνική Πινακοθήκη) αναγνωρίζεται ως ο «εισηγητής» της ηθογραφίας στη νεοελληνική τέχνη. Ο Λύτρας γεννήθηκε το 1832 στον Πύργο της Τήνου και σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα (1850-1855). Όμως η καλλιτεχνική διαμόρφωσή του συντελέστηκε στο Μόναχο, όπου συνέχισε τις σπουδές του (1860-1865). Επέστρεψε στην Αθήνα το 1866 και διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, θέση στην οποία έμεινε έως τον θάνατό του, το 1904.
Εικόνα: Νικηφόρος Λύτρας, Το ψαριανό μοιρολόι, πριν το 1888, ελαιογραφία σε καμβά, 97 x 140 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου] Εικόνα 2: Ο Νικηφόρος Λύτρας, φωτογραφία από το περιοδικό Εικονογραφημένη Εστία, Ιούλ.-Δεκ. 1893, σελ. 152.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) είχε ολοκληρώσει την Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, το σημαντικότερο ίσως έργο του, το 1933. Ο πίνακας εκτέθηκε πρώτη φορά στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1938 και στην Αθήνα δέκα χρόνια αργότερα, στην Πανελλήνιο Έκθεση του 1948, οπότε βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο. Τελικά, οι βραβεύσεις ακυρώθηκαν και έκτοτε ο Παρθένης κλείστηκε στο σπίτι του, όπου συνέχισε να εργάζεται αποκομμένος από τον κόσμο μέχρι το θάνατό του.
Ήταν ένα τραγικό τέλος για τον ζωγράφο που σήμερα αναγνωρίζεται ως ο σπουδαιότερος Έλληνας εικαστικός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα. Γιατί ο Παρθένης σημάδεψε την ελληνική τέχνη θέτοντας εμφατικά τη μετακίνηση του προτύπου από το Μόναχο στο Παρίσι και από τον ακαδημαϊσμό στον μοντερνισμό. Υπήρξε καινοτόμος ζωγράφος, συστηματικός εισηγητής νεωτερικών αντιλήψεων αλλά και κορυφαίος δάσκαλος, διδάσκοντας για χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ενθυμούμενος τη συμμετοχή του Παρθένη στην α΄ έκθεση της «Ομάδος Τέχνη» στην Αθήνα το 1917, ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος έγραφε το 1963 ότι «Ένας καινούριος αέρας εφύσηξε την ημέρα εκείνη για τη ζωγραφική στην Ελλάδα. Η μισή αριστερή πλευρά της αίθουσας και μέρος της απέναντι ήσαν κατάφωτες από τα λαμπρά του έργα […]. Όλ’ αυτά γέμισαν την αίθουσα της έκθεσης οξυγόνο, σαν ν’ άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο στο ανοιχτό ύπαιθρο».
Συγγραφέας που το έργο της διαπλέκεται με τα τραγικά ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα, η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) θεματοποίησε τις περιπέτειες του ελληνισμού από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τα μετεμφυλιακά χρόνια. Χάρη στο αφηγηματικό της χάρισμα, που παραπέμπει στη μεγάλη παράδοση των παραμυθιών της Ανατολής, το έργο της αγαπήθηκε από ευρύ αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα από τους νέους, που αναγνώρισε σε αυτό τα πάθη των λαών και τα όνειρα των ανθρώπων για ένα πιο φωτεινό μέλλον. Τα συγκλονιστικά Ματωμένα χώματα, που περιγράφουν τους κατατρεγμούς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στα τάγματα εργασίας («Αμελέ Ταμπουρού»), είναι ένα από τα βιβλία με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία της λογοτεχνίας μας.
Το 1903, μια ομάδα σπουδαστριών της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας με προεξάρχουσα τη Σοφία Λασκαρίδου, έφτασε μέχρι το Παλάτι και τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, προκειμένου να ζητήσουν την εφαρμογή της μεικτής φοίτησης ανδρών και γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών και την κατάργηση του ιδιαίτερου Τμήματος Θηλέων. Βασικό αίτημά τους ήταν η ίση μεταχείριση και οι ίσες ευκαιρίες (σε βραβεύσεις και υποτροφίες) με τους άρρενες συσπουδαστές τους, μέσα από την ένταξή τους στο κανονικό πρόγραμμα μαθημάτων της Σχολής, που προέβλεπε και τη μελέτη του ανδρικού γυμνού (από την οποία αποκλείονταν, για λόγους ηθικής, οι νεαρές σπουδάστριες). Η Λασκαρίδου (1882-1965) είχε ήδη ολοκληρώσει τη φοίτησή της στο Τμήμα Θηλέων (1894-1900) και είχε μετεκπαιδευτεί στο Παρίσι αλλά επέστρεψε στη Σχολή το 1903 και έλαβε ισότιμο πτυχίο το 1907. Με υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές της στο Μόναχο και στο Παρίσι, επέστρεψε δε οριστικά στην Αθήνα το 1915. Υπήρξε μια από τις επιφανέστερες γυναίκες ζωγράφους στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα: ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την τοπιογραφία, εισάγοντας νεωτερικές αντιλήψεις στην ελληνική ζωγραφική, ανέπτυξε έντονη εκθεσιακή δραστηριότητα και δίδαξε ζωγραφική στη Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας, που είχε ιδρύσει η μητέρα της, πρωτοπόρα παιδαγωγός Αικατερίνη Χρηστομάνου.
Άφησε τη βαριά σκιά του στον χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας, κυρίως των καβαφικών σπουδών, αλλά και της εκδοτικής, της κριτικής, της αρχειακής έρευνας και της διδασκαλίας. Οι θέσεις και οι κρίσεις του Γ.Π. Σαββίδη (1929-1995) για πρόσωπα, θέματα και έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγιναν κυρίαρχες. Επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο εκδόσεις σημαντικών ποιητών του κανόνα, στη συγκρότηση του οποίου συνέβαλε καθοριστικά. Πριν γίνει πανεπιστημιακός δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου μεταξύ άλλων εισήγαγε τον μοντερνισμό στα αμφιθέατρα, υπήρξε διευθυντής της νεωτερικής Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης και του περιοδικού ποικίλης ύλης Ταχυδρόμος, που υπήρξε βήμα ανάδειξης νέων συγγραφέων και διάχυσης της φιλολογίας στο ευρύ κοινό.
Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) είναι η σημαντικότερη Ελληνίδα συγγραφέας του 20ού αιώνα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Δύσκολες Νύχτες (1938), έφερε τον αέρα της μοντερνιστικής πεζογραφίας στην ελληνική λογοτεχνία. Έζησε την πολιτική εξορία τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Συνειρμική γραφή, αυτοαναφορικότητα, εσωτερικός μονόλογος, χειμαρρώδης γλώσσα και αξιοποίηση της προφορικής λαϊκότητας είναι τα στοιχεία μιας μοντέρνας πεζογράφου. Η Αξιώτη έχει τη δύναμη, εστιάζοντας στις αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία στο νησί της, τη Μύκονο, να ανάγει το ατομικό σε συλλογικό. Στα ύστερα έργα της, Το Σπίτι μου (1965) και Κάδμω (1972), ανακαλεί μέσω της μνήμης έναν κόσμο που χάθηκε, κλείνοντας τη διαδρομή της με μια συγκλονιστική μυθοπλαστική αυτοβιογραφία.
Με αδιάλειπτη ποιητική και κριτική παρουσία για 60 περίπου χρόνια, από το ξεκίνημά του με τα Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) βιογράφησε τους εθνικούς πόθους και τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας, μετακένωσε τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά αισθητικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής στα ελληνικά γράμματα, ενηλικίωσε την ποιητική μας γλώσσα και αναγέννησε τον λυρισμό στην Ελλάδα.
Ειδικά με τη Φοινικιά (1900) και την Ασάλευτη ζωή (1904) έδειξε τις δυνατότητες αφομοίωσης του σολωμικού λυρισμού, προαναγγέλλοντας την «καθαρή ποίηση» και τους νεότερους ποιητές της «ελάσσονος» κλίμακας. Παράλληλα, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες κριτικούς, που οι αξιολογήσεις του συγκρότησαν τον νεοελληνικό κανόνα. Αναγνωρίστηκε ως το ποιητικό ισόβαρο του Χαρίλαου Τρικούπη και του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η Μαρία Καλοποθάκη (1859-1941 ) είναι η πρώτη Ελληνίδα γιατρός. Με σπουδές στην Αμερική και τη Γαλλία, όπου κυριαρχούσε πιο φιλελεύθερο πνεύμα και οι γυναίκες δεν αποκλείονταν από τα μαθήματα, τα εργαστήρια, το ανατομείο, τους θαλάμους των νοσοκομείων και το χειρουργείο, η Μαρία Καλαποθάκη, γνωρίζοντας τις ανάγκες και τις ελλείψεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, στρέφεται στην έρευνα γύρω από τις χρόνιες γαστρεντερικές δυσλειτουργίες των βρεφών.
Ωστόσο, με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και αφού έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, η βασίλισσα Όλγα της αναθέτει την εκπαίδευση των εθελοντών νοσηλευτριών. Η Μαρία Καλοποθάκη παρασημοφορήθηκε από τη βασίλισσα Όλγα για το έργο της. Το 1899 έλαβε αργυρό μετάλλιο με σταυρό και ερυθρή ταινία, με χαραγμένη τη χρονολογία 1897, σε ειδική τελετή που οργανώθηκε στα ανάκτορα για τις γυναίκες που συμμετείχαν στον πόλεμο.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987) υπήρξε μια από τις πιο τολμηρές ερωτικές φωνές της νεοελληνικής ποίησης. Εξέφρασε ποιητικά, με την υπερρεαλιστική και λυρική γραφή της, το αίτημα της γυναικείας ερωτικής απελευθέρωσης. Κύριο χαρακτηριστικό της ερωτικής της ποίησης είναι η υλικότητα και η σωματικότητα της ερωτικής εμπειρίας και η εκφραστική τόλμη γύρω από τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Ποίηση ζωικής ορμής και εικονολατρικής δεινότητας, το έργο της Χατζηλαζάρου προτείνει την ταύτιση της ποίησης με τη ζωή. Στη μακρά διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι δημοσίευσε ποιήματα και στα γαλλικά, ενώ η αγωνία της για τη γλωσσική μορφή αποτυπώνεται με τη μεικτή χρήση τριών γλωσσών στο ποιητικό της βιβλίο 7x3 (1984).
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), δημιουργός ενός από τους επιδραστικότερους γυναικείους χαρακτήρες στα νεοελληνικά γράμματα, της Στέλλας Βιολάντη (1909), κατέστησε το όνομα Στέλλα συνώνυμο του αγώνα της γυναίκας για ερωτικό (και όχι μόνο) αυτοπροσδιορισμό, μαζί με τους σκηνοθέτες που πάτησαν στα χνάρια του: Κακογιάννης, Οικονομίδης και Κούτρας (Στρέλλα).
Θεωρείται ο εισηγητής του αστικού ρεαλισμού στο νεοελληνικό μυθιστόρημα και θέατρο. Αν και εκκινεί από τη ζακυνθινή και αθηναϊκή ηθογραφία, ξεγλιστρά παρεκκλίνοντας σε έναν ζωντανό νατουραλισμό, που στις καλύτερες στιγμές του προσεγγίζει τη δραματουργία του Ίψεν. Διευθυντής της εμβληματικής Διαπλάσεως των Παίδων (1896-1948) και ιδρυτής της Νέας Εστίας (1927), διακρίθηκε για την κριτική του οξυδέρκεια, πρωτοπαρουσιάζοντας τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό (1903).
Κλασικός φιλόλογος και ομηριστής διεθνούς φήμης, ο Ι.Θ. Κακριδής (1901-1992) συνέδεσε τη ζωή του με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1941 σύρθηκε στη λεγόμενη «Δίκη των τόνων» με αφορμή καταγγελίες από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών για χρήση του μονοτονικού. Καρπός της μακρόχρονης και γόνιμης συνεργασίας του με τον Ν. Καζαντζάκη είναι η μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ένα έργο με το οποίο πάσχισαν να καλλιεργήσουν τις εκφραστικές δυνατότητες της νεοελληνικής γλώσσας.
Μελέτησε σε βάθος και τον νεοελληνικό πολιτισμό (ποίηση, πεζογραφία, λαογραφία), πιστεύοντας στον ενιαίο χαρακτήρα του. Πρόεδρος του νεοσύστατου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου την περίοδο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου (1964-1965), επηρέασε καθοριστικά τα εκπαιδευτικά πράγματα.
Ο Φιλοποίμην Φίνος (1908-1977) είναι ταυτισμένος με τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, ως ο μεγαλύτερος παραγωγός ταινιών στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν είναι εξίσου γνωστό ότι είχε καταγράψει με την κάμερά του σκηνές του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Αλβανίας. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να κατασχέσουν τα φιλμ από το στούντιό του στο Καλαμάκι, για να τα καταστρέψουν. Καθώς όμως ο Φίνος τα είχε κρύψει, δεν μπόρεσαν να τα βρουν και του κατέστρεψαν όλο το στούντιο. Αργότερα ο ίδιος και ο πατέρας του συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο πατέρας του εκτελέστηκε.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα και ο Φίνος βγαίνει στον δρόμο με το συνεργείο του για να καταγράψει τις ιστορικές στιγμές, στα πρώτα επίκαιρα μετά την απελευθέρωση. Στο μικρό αυτό φιλμάκι βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά ντοκουμέντα του τόπου, η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από έναν Γερμανό στρατιώτη.
Ο φιλελεύθερος συγγραφέας και στοχαστής (1906-1966) που αναμετρήθηκε με παγιδευτικά και στερεοτυπικά δίπολα, επιχειρώντας να τα υπερβεί με λεπτή διανοητική ισορροπία και υψηλό διαλεκτικό στοχασμό: Ανατολή-Δύση, Ελλάδα-Ευρώπη, παράδοση-μοντερνισμός, κοσμοπολιτισμός-ελληνικότητα, ολοκληρωτισμός-μηδενισμός. Με το Ελεύθερο Πνεύμα (1929) σήκωσε απρόσμενα ψηλά τον πήχυ της δοκιμιακής γραφής στην Ελλάδα.
Ρωμαλέα σκέψη με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και αστικό κοσμοπολιτισμό, από τους πρώτους οραματιστές της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά και με γερό δέσιμο με τον τόπο και την ελληνικότητα. Η πνευματική του ανοιχτοσύνη, ο ώριμος και βιωματικός του ορθόδοξος ουμανισμός και ο αντιδογματικός του φιλελευθερισμός δεν εξέτρεψαν τον στοχασμό του σε διχαστικές προσεγγίσεις.
Τα αδέλφια Μίλτος (1882-1964) και Γιαννάκης (1878-1954) Μανάκης, γνωστοί και ως Μανάκια, γεννήθηκαν στο τουρκοκρατούμενο χωριό Αβδέλλα της Μακεδονίας. Το 1904 φεύγουν από τα Γιάννενα, όπου είχαν ανοίξει φωτογραφείο, και μετοικούν στο Μοναστήρι της νυν Βόρειας Μακεδονίας. Κινηματογράφησαν τα σημαντικότερα γεγονότα των Βαλκανίων και άφησαν ένα πολύ σημαντικό εθνογραφικό και ιστορικό αρχείο.
Το 1906 κερδίζουν το Χρυσό Μετάλλιο στη διεθνή έκθεση φωτογραφίας της πόλης Σινάια της Ρουμανίας. Το 1911 γίνονται οι φωτογράφοι του Οθωμανού σουλτάνου και το 1929 του Σέρβου βασιλιά Αλέξανδρου Α΄ Καραγεώργεβιτς.
Στην ταινία Το βλέμμα του Οδυσσέα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ο πρωταγωνιστής Χάρβεϋ Καϊτέλ, ξεκινά για ένα μεγάλο ταξίδι στα Βαλκάνια αναζητώντας τρεις χαμένες μπομπίνες των αδελφών Μανάκη. Η ταινία είναι μια σπουδή πάνω στην κοινή ιστορία των λαών των Βαλκανίων.
Ο Γιάννης Κουνέλλης (1936-2017) εγκαθίσταται στη Ρώμη το 1956. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, στα πρώτα του έργα στρέφεται στα σύμβολα. Φιλοτεχνεί μνημειακούς καμβάδες όπου με μαύρο χρώμα ζωγραφίζει γράμματα και αριθμούς, σε μια προσπάθεια να ετεροκαθορίσει την παραδεδομένη διάλεκτο επικοινωνίας, αντικαθιστώντας την με μια καλλιτεχνική γλώσσα. Σύντομα συνδέεται με το κίνημα της Arte Povera και στρέφεται στη δημιουργία αινιγματικών εικαστικών παιγνίων με τη μορφή της εγκατάστασης, της κατασκευής, του δρώμενου. Τα έργα του, πολιτικά δοκίμια από ευτελή υλικά, μετατρέπονται σε φιλοσοφικές διατυπώσεις, σε ποιητικές εκφορές με εικαστικό πρόσημο· δεν αναφέρονται στο εγώ, αλλά στο εμείς, στην κοινωνία. Αποκορύφωμα αυτής της αντίληψης είναι η περίφημη έκθεση στη γκαλερί L’ Attico της Ρώμης, το 1969, με δώδεκα ζωντανά άλογα. Αμφισβητώντας τη γλώσσα της αναπαράστασης αλλά όχι την ανάγκη της αναπαράστασης, ο καλλιτέχνης αντικαθιστά την απεικόνιση των αλόγων με τη φυσική παρουσία τους: τη θέση του έργου έχει πάρει η ίδια η ζωή, αφού τα όρια μεταξύ τέχνης και ζωής καταργούνται. Το 1977 ο Κουνέλλης πραγματοποιεί την πρώτη του επιστροφή στην Ελλάδα, με ένα δρώμενο που φιλοξενήθηκε σε μια ταβέρνα των Αμπελοκήπων. Η πραγματική, ωστόσο, επιστροφή του στην πατρίδα γίνεται μόλις το 1994, με μια αναδρομική έκθεση στο αμπάρι του πλοίου «Ιόνιον».
Η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος (1801-1832), που έκανε το γράψιμο τρόπο ζωής, αν και δεν είδε κανένα από τα έργα της να δημοσιεύεται. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της (1881) ο γιος της δημοσίευσε λογοκριμένη την αυτοβιογραφία της, ένα από τα πρώτα πεζά κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας που αναγνωρίζει στο βίωμα το δικαίωμα της έκφρασης, με ευθύτητα, αμεσότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Η συγγραφέας που μίλησε για την καταπίεση των γυναικών στα αστικά και πατριαρχικά Επτάνησα και για τον έμφυλο αυτοκαθορισμό διατράνωσε την επιθυμία της να μην παντρευτεί αλλά να αφοσιωθεί στη μελέτη και τα γράμματα. Με το συγγραφικό έργο και τη ζωή της έθεσε όλο το ρεπερτόριο του φιλελεύθερου γυναικείου κινήματος των επόμενων δεκαετιών. Πέθανε νεότατη, το 1832, λίγο μετά τη γέννηση του γιου της.
«Δεν ζωγραφίζω για να κάμω κάδρα, αλλά γιατί δεν μπορώ να κάμω άλλο παρά να ζωγραφίζω…», σημείωνε σε συνέντευξή του ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959), στο περιοδικό Ο Καλλιτέχνης, το 1912. Ο ζωγράφος, μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο και συνδέθηκε με πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της Νέας Απόσχισης. Κομβική, ωστόσο, για τη σταδιοδρομία του στάθηκε, το 1924, η γνωριμία του με τον Χάινριχ Μπάρχφελντ, ιδιοκτήτη γκαλερί στη Λειψία. Χάρη στη συνδρομή του Μπάρχφελντ, ο Μπουζιάνης πραγματοποίησε το 1927 ατομική έκθεση στην Πινακοθήκη του Κέμνιτς (Σαξονία), ενώ έργα του αγοράστηκαν και από το Μουσείο της Λειψίας. Όμως, το 1937 οι πίνακες του Μπουζιάνη στα γερμανικά μουσεία της Λειψίας και του Κέμνιτς κατασχέθηκαν από τους Ναζί, στο πλαίσιο της εκστρατείας τους κατά της «εκφυλισμένης» τέχνης. Εκείνος είχε ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1934, έχοντας λάβει την υπόσχεση ότι θα εκλεγεί καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η επιστροφή του Μπουζιάνη στην Ελλάδα συνιστούσε μια ιδιότυπη «εξορία» από το πλούσιο σε ερεθίσματα καλλιτεχνικό περιβάλλον της Ευρώπης στη μικρή Ελλάδα. Ωστόσο, με την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα του «Παρνασσού» το 1949, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους της περιόδου.
Το 1942 ο μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου Κάρολος Κουν (1908-1987) ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης, όπου και ανέβασε έργα Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, Λόρκα, Τέννεσσι Ουίλλιαμς, Μίλλερ κ.ά. Το 1942 ιδρύει και τη δραματική σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς. Το 1949 λόγω οικονομικών δυσκολιών το θέατρο θα κλείσει, αλλά θα επανασυσταθεί το 1954. Ο Κουν τότε αρχίζει να ανεβάζει νεότερους θεατρικούς συγγραφείς, όπως Ιονέσκο, Ντάριο Φο, Μπέκετ, Μπρεχτ και Πίντερ, καθώς και έργα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όπως ο Καμπανέλλης, ο Κεχαΐδης και η Αναγνωστάκη.
Παράλληλα ξεκινά την πολύ σημαντική του πορεία στο αρχαίο δράμα και την κωμωδία. Το 1959 ανεβάζει τις Όρνιθες του Αριστοφάνη, μια παράσταση που έμεινε στην ιστορία γιατί θεωρήθηκε προκλητική για την εποχή της και χαρακτηρίστηκε έως και φιάσκο, αλλά μάλλον περισσότερο για την καταπληκτική μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, την ανεπανάληπτη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και τα θρυλικά κοστούμια και σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη. Παρόλο που η παράσταση απαγορεύτηκε από τον τότε υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσάτσο, επαναλήφθηκε το 1960, περιόδευσε σε πολλές χώρες και απέσπασε το 1965 το Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ των Εθνών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, για μεγάλη μερίδα του κοινού, ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) αποτελούσε μαζί με τους Λύτρα και Γύζη μια «καλλιτεχνική τριανδρία» (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ζωγράφου Παύλου Μαθιόπουλου). Ο Ιακωβίδης είχε επιστρέψει στην Αθήνα πανηγυρικά τον Μάιο του 1900, κουβαλώντας στις αποσκευές του το Χρυσό Μετάλλιο από τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού (1900) για τον πίνακα Παιδική συναυλία.
Ήταν ήδη διάσημος ζωγράφος στο Μόναχο, όμως ο θάνατος της συζύγου του, το 1899, τον έκανε να αναζητήσει αλλαγή περιβάλλοντος. Επέστρεψε στην Ελλάδα, προκειμένου να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, η ίδρυση της οποίας αποτελούσε πάγιο αίτημα των εικαστικών καλλιτεχνών και της αθηναϊκής κοινωνίας, σηματοδοτούσε δε το αυξανόμενο ενδιαφέρον όχι μόνο για την αρχαιότητα, αλλά και για τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία στο νεοελληνικό κράτος.
Το 1904, με τον θάνατο του Λύτρα, ο Ιακωβίδης κατέλαβε επίσης την έδρα του στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το 1910 εκλέχτηκε διευθυντής της, καθώς και πρόεδρος του νεοσύστατου Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών. Έτσι, μέσα σε μια δεκαετία ο Ιακωβίδης τέθηκε επικεφαλής τριών κομβικών θεσμών: της Εθνικής Πινακοθήκης, της Σχολής Καλών Τεχνών και του συνδικαλιστικού σωματείου των καλλιτεχνών, επιβεβαιώνοντας την ατομική του επικράτηση στην εικαστική ζωή της Αθήνας και κυρίως την κυριαρχία του ακαδημαϊσμού.
Εικόνα: Γεώργιος Ιακωβίδης, Παιδική συναυλία, 1900, ελαιογραφία σε καμβά, 176 x 250 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου]
Η μετάφραση και το ανέβασμα της Ορέστειας του Αισχύλου στα νέα ελληνικά από το Βασιλικό Θέατρο, με χρηματοδότηση από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και σκοπό τη διευκόλυνση της κατανόησης του κειμένου από το κοινό, θεωρήθηκαν προσβολή της εθνικής ταυτότητας και καταστροφή της ελληνικής γλώσσας. Φοιτητικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις για την προάσπιση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης κατέληξαν σε αιματηρή συμπλοκή με τον στρατό, πολλούς τραυματίες και έναν νεκρό. Τα γεγονότα αυτά έμειναν στην ιστορία ως «Ορεστειακά». Η παράσταση κατέβηκε μετά από παράκληση του Γεωργίου Α΄.
Στην καριέρα της η Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954) διακρίθηκε ως Ηλέκτρα στην Ορέστεια, ως Ιφιγένεια και Μαργαρίτα στον Φάουστ του Γκαίτε, ως Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ, ως Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Δημητρίου Βερναρδάκη, ως Θεοδότη στους Ισαύρους του Κλέωνος Ραγκαβή και ως Στέλλα Βιολάντη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Ήταν επίσης και μεγάλη δασκάλα του θεάτρου.
Στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Ιωάννινα, ο νεαρός Μάνος Ελευθερίου (1938-2018), παράλληλα με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ξεκινά την καλλιτεχνική του δημιουργία, γράφοντας τα πρώτα έργα του. Ποιητής, στιχουργός, πεζογράφος, αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός – το ταλέντο του ήταν πραγματικά αστείρευτο. Στη δισκογραφία εμφανίστηκε το 1964. Συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Χρήστος Λεοντής, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κ.ά. Το 2005 κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα Ο καιρός των χρυσανθέμων. Για τη συνολική προσφορά του στις τέχνες και τα γράμματα βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών το 2013.
Η «Ομάς Τέχνη», κυρίως στην πρώτη της περίοδο (1917-1919), υπήρξε εξαιρετικά σημαντική συσπείρωση και, σε έναν βαθμό, αντιπροσωπεύει για τα ιδιαίτερα δεδομένα της νεοελληνικής τέχνης την ελληνική εκδοχή του μοντερνισμού. Στην πρώτη έκθεση της «Ομάδος», που εγκαινιάστηκε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1917, έλαβαν μέρος οι ζωγράφοι Περικλής Βυζάντιος, Σταύρος Καντζίκης, Λυκούργος Κογεβίνας, Νίκος Λύτρας, Κωνσταντίνος Μαλέας, Νικόλαος Οθωναίος, Κωνσταντίνος Παρθένης, Όθων Περβολαράκης, Δημήτριος Στεφανόπουλος, Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Οδυσσέας Φωκάς και οι γλύπτες Γρηγόριος Ζευγώλης και Μιχάλης Τόμπρος.
Από τους εκθέτες οι Λύτρας, Οθωναίος, Καντζίκης και Τριανταφυλλίδης είχαν σπουδάσει στο Μόναχο, ενώ οι υπόλοιποι στη Γαλλία αφομοιώνοντας ιμπρεσιονιστικά και μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα, με έμφαση στον συμβολισμό (Παρθένης), τον φωβισμό και τον ιαπωνισμό (Μαλέας), την Art Nouveau (Περβολαράκης).
Αναμφισβήτητος ηγέτης της «Ομάδος Τέχνη» ήταν ο Νίκος Λύτρας (1883-1927), που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και θεωρούνταν, έως την εδραίωση των Μαλέα και Παρθένη το 1917, ο πιο καινοτόμος καλλιτέχνης της περιόδου. Η ζωγραφική του, με κύριο μέσο έκφρασης το καθαρό χρώμα, εκκινούσε από τον γερμανικό ιμπρεσιονισμό υιοθετώντας ορισμένα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά. Το 1923 ο Λύτρας εκλέχτηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε έως τον θάνατό του, επηρεάζοντας μια σειρά νέων καλλιτεχνών (Αστεριάδης, Βασιλείου κ.ά.).
Εικόνα: Νίκος Λύτρας, Χωράφι με στάχυα, 1920, ελαιογραφία σε καμβά, 40 x 43 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα. Εικόνα 2: Νίκος Λύτρας, Αυτοπροσωπογραφία, κάρβουνο σε χαρτί, 20 x 15 εκ., Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα - [δικαιώματα χρήσης της φωτογραφίας: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου]
Η πιο ισχυρή και αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή του ελληνικού 20ού αιώνα. Ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) είναι κεντρική φυσιογνωμία της νεοελληνικής ποίησης και βασικός εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην Ελλάδα. Στην ποίησή του συνδυάζεται αρμονικά η ελληνική παράδοση με τα ευρωπαϊκά ρεύματα και το δυτικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Με το Μυθιστόρημα (1935) σημείωσε αποφασιστική τομή στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης. Στοχαστικός και εκφραστικά διαυγής, με φωνή κουβεντιαστή, σαν ψίθυρο στο αυτί του αναγνώστη, ο Σεφέρης μας έδειξε πόσο δύσκολο είναι στην ποίηση να μιλήσεις απλά. Είναι ο πρώτος Έλληνας νομπελίστας (1963), αλλά και ο κριτικός των Δοκιμών, που συστηματοποίησε και έδωσε το εκφραστικό μέτρο του δοκιμίου, σε ανοιχτό διάλογο με το λογοτεχνικό παρελθόν.
Το δραματικό βάθος που έχει ο στοχασμός του για τον ελληνισμό και η αντιμετώπιση της ελληνικής ιστορίας ως τραγωδίας καθιστούν τον Σεφέρη σοφό σηματωρό της εθνικής μας αυτεπίγνωσης.
Πολύπλευρη προσωπικότητα, στενός φίλος και μαθητής του Σολωμού, ο Ιάκωβος Πολυλάς (1825-1896) εξοικείωσε τον «εθνικό ποιητή» με τη γερμανική φιλοσοφία, όντας ο ίδιος επηρεασμένος από τον Σίλλερ και τον Χέγκελ. Αναμετρήθηκε με αυταπάρνηση και υψηλό αίσθημα ευθύνης με τα κατάλοιπα και τα χειρόγραφα του Σολωμού, βάζοντάς τα σε τάξη και εκδίδοντας για πρώτη φορά τα σολωμικά Ευρισκόμενα (1859).
Τα εύστοχα κριτικά του «Προλεγόμενα» και η διαμάχη του με τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο εγκαινίασαν την πλουσιότατη έκτοτε σολωμική φιλολογία. Μεταφραστής της Ιλιάδας και Οδύσσειας, αλλά και των σαιξπηρικών έργων Άμλετ και Τρικυμία, έδωσε ορισμένες από τις στοχαστικότερες και αρτιότερες λογοτεχνικές μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα.
Ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929) είναι ο γλωσσολόγος που κατέστη συνώνυμο του μαχόμενου δημοτικισμού, επιβάλλοντας τη θέση ότι ο γλωσσικός αγώνας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα δεν έχει μόνο λογοτεχνικό αλλά και ιδεολογικό περιεχόμενο. Καθηγητής Γλωσσολογίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, αντιτάχθηκε σθεναρά στους καθαρολόγους και στη βαριά παράδοση του αρχαϊσμού, δημιουργώντας ένα ευρύ και παθιασμένο δίκτυο υποστηρικτών της «γλώσσας του λαού».
Το πεζογράφημά του Το ταξίδι μου (1888) αποτέλεσε έργο-σταθμό στην προσπάθεια μετάβασης της πεζογραφίας στη δημοτική. Ο Ψυχάρης, χωρίς να αποφύγει τις ακρότητες και τις υπερβολές, υπερασπίστηκε τη δημοτική γλώσσα με το πεζογραφικό του έργο αλλά και με πλήθος μελετών, επηρεάζοντας καθοριστικά τις πιο ζωηρές λογοτεχνικές μορφές της εποχής του.